H Θεσσαλονίκη είναι η «πιο
ενδιαφέρουσα πόλη στη χώρα. Δεν έχει αντίπαλο» ισχυρίζεται ο Μαρκ
Μαζάουερ. Δεν μπορείς παρά να
συμφωνήσεις.
Όμως εκείνο που μου κάνει εντύπωση στη Θεσσαλονίκη, είναι
πως πίσω από τους καπνούς των τσιγάρων των πολυάριθμων νυχτερινών κέντρων, την
πολύβουη κίνηση και τις υποκριτικές μικροαστικές εντιμότητες, υπάρχει ένας
κόσμος σκοτεινός, καταπιεσμένος, αποπροσανατολισμένος και καμιά φορά
ανισόρροπος.
Είναι ο κόσμος που ψάχνει την
ελπίδα στα αποφάγια των αστικών φυλακών. Είναι αυτοί, μετανάστες, άστεγοι,
άποροι, μικροαπατεώνες, μισότρελοι, αποτυχημένοι, που στέκονται στις ουρές έξω από τα
χριστιανικά "στέκια", για ένα γεύμα αγάπης.
Αυτός ο κόσμος, λοιπόν, θυμίζει
μια βουβή μελωδία που διαποτίζει όλες τις εκφάνσεις του υγρού βασανιστικού
τοπίου της Θεσσαλονίκης. Οι νότες-πράξεις αυτών των ανθρώπων εκτοξεύονται με
μανία στις παρυφές των μεγάλων δημόσιων γεγονότων, διαμορφώνοντας την ανθρωπολογία του
πρωτογενούς επιπέδου της κοινωνικής οργάνωσης της πόλης.
Στην πραγματικότητα αυτό το
περιθωριακό και πεινασμένο πλήθος, που περιφέρεται αργά και βασανιστικά στα
ρυπαρά σοκάκια, είναι η ενσάρκωση του παρελθόντος της πόλης, που αντιστέκεται
με πείσμα απέναντι στις κυρίαρχες εθνικές αφηγήσεις, οι οποίες επιβάλλουν με
τον δικό τους τρόπο την συλλογική αμνησία σε όλο το φάσμα της πολιτισμικής και
ιδεολογικής χωροταξίας της πόλης.
Εκεί, λοιπόν, στα πλαστικά πιάτα
των συσσιτίων, στους κάδους σκουπιδιών και στα θλιμμένα μάτια των δυστυχισμένων
αυτών πλασμάτων ανακαλούνται μέσα μου, όχι μόνο οι ιστορικές στιγμές της πόλης
αλλά και το διαρκές ψυχορράγημα της ανθρώπινης επιβίωσης.
Από τη μια, δηλαδή, ξεπροβάλλουν
οι θύμησες της Κατοχής, όπως αυτές αποτυπώθηκαν από τον δικό μας Γιώργο
Ιωάννου: «επιστρέφοντας από άλλους δρόμους γρήγορα ξεχάστηκα κι άρχισα, όπως
συνήθως, να ονειρεύομαι φαγητά. Τα φαγιά που τρώγαμε τότε ήταν κάτι απίστευτα
πράγματα […] θυμάμαι ένα σωρό γωνιές που είδα ανθρώπους να πέφτουν. Περνώντας
τους ξαναφέρνω στη μνήμη μου λέγοντας μια ευχή».
Από την άλλη το κοφτό και ρωμαλέο,
σχεδόν παρήγορο ύφος του Πιοτρ Κροπότκιν, το οποίο έρχεται να σπάσει την
μονοτονία της απελπισίας, που σου προκαλεί η εικόνα της άμορφης και πεινασμένης
μάζας της πόλης: «τολμούμε να δηλώσουμε πως ο καθένας πρέπει και μπορεί να
τρώει μέχρι σκασμού και ότι η Επανάσταση θα νικήσει , όταν εξασφαλίσουμε το
ψωμί για όλους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου