(του Βαρβαρήγου Άκη)
Ελεύθερε άνθρωπε, πάντα θα λατρεύεις
τη θάλασσα!
(Charles Baudelaire, 1821-1867)
ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ ΚΑΘHΜΕΡΙΝΟΤHΤΑΣ
1. Πως περνούσαν τη μέρα τους. Αγγαρείες,
συνελεύσεις και δείπνα
H ζωή των αγωνιστών του
ʼ21 στη θάλασσα προσανατολίστηκε στην πρόσφατη και ζωντανή ακόμα παράδοση των
επιτευγμάτων της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας του 18ου αιώνα. Οι
κακουχίες, οι αρρώστιες, ο νόστος για την πατρίδα και η προσωπική παλικαριά συνέχιζαν
να συνθέτουν τις πολυποίκιλες πτυχές της καθημερινότητας μιας
απομονωμένης κοινότητας, που είχε να αντιμετωπίσει την παντοδυναμία της
θάλασσας. Ωστόσο, η κίνηση και το ανακάτεμα ανθρώπινων ομάδων στο κατάστρωμα
έσπαγαν την μονοτονία των μεγάλων θαλάσσιων ταξιδιών και εξέφραζαν την
ουσιαστική ενότητα του πληρώματος. Ευτυχώς, όμως, που οι μάχες και οι
εκστρατείες διακόπτονταν από ανάπαυλες. Τέτοιες διακοπές είχαν όταν «σήκωναν
στο πόδι» το καράβι, αν έπρεπε να εκτελέσουν κάποια συνηθισμένη εργασία, όταν
συγκαλούσαν συμβούλια και όταν γευμάτιζαν.
H
κίνηση στο κατάστρωμα, που πολλές φορές έφτανε στα όρια της σύγχυσης και της
αταξίας, αποτυπώνεται στις περιγραφές του βρετανού εθελοντή James Emerson, ο οποίος βρέθηκε στο
καράβι του Μιαούλη: «όταν ακουστεί η διαταγή του καπετάνιου, επαναλαμβάνεται
από τη μια άκρη του καραβιού ως την άλλη. Τότε όλοι τρέχουν με ζήλο για να
εκτελέσουν και την πιο ασήμαντη υπηρεσία. Φυσικά αυτό προκαλεί μεγάλη φασαρία
και μπέρδεμα, ιδιαίτερα στα μάτια και στα αυτιά ενός ξένου. Πολύ συχνά μου
προκαλούσε αναστάτωση. Από τις φωνές και τα ποδοπατήματα στο κατάστρωμα,
αρκετές φορές νόμιζα ότι το καράβι βρίσκεται σε κίνδυνο, αλλά καθώς ανέβαινα
βιαστικά έβλεπα τους ναύτες να ασχολούνται με ασήμαντες δουλειές, όπως: να
ορτσάρουν μια κουρτελάτσα ή να μεταφέρουν πάνω τη φελούκα».[1]
Οι
διάφορες αγγαρείες, λοιπόν, διέκοπταν αρκετές φορές τις ανάπαυλες των ναυτικών.
Κάποιο σκισμένο πανί από την βραδινή καταιγίδα, το άδειασμα του θαλάσσιου έρματος
(σαβούρα) και η προετοιμασία του πυρπολικού ήταν οι πιο συνηθισμένες.[2] Όλα
αυτά γίνονταν κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του καπετάνιου, ο οποίος βρισκόταν την
ημέρα στη συνηθισμένη θέση του, στην πρύμη, όπου παρακολουθούσε τις εργασίες
στο καράβι και τις κινήσεις του στόλου.[3] Οι ανάπαυλες από τις εκστρατείες και την
στρατιωτική πειθαρχία, δεν ήταν απαραίτητα και ευκαιρία για να μένουν αργοί,
αλλά μάλλον ευκαιρία για να ανασυντάξουν και να συμπληρώσουν τις δυνάμεις τους.
Όμως, πέρα από την ένταση των καθημερινών αγγαρειών του καραβιού,
υπήρχαν στιγμές που επικρατούσε σχετική ησυχία και τάξη. Αυτές ήταν οι
προγραμματισμένες ή έκτακτες συνελεύσεις και η ώρα του φαγητού.
Στις
συνελεύσεις του πληρώματος αποτυπωνόταν ο θεσμός των συντροφοναυτών της
προεπαναστατικής περιόδου. Σύμφωνα με τον οποίο «οι ναύται δεν ήταν ναύται εις την
νυν σημασίαν, αλλά σύντροφοι, συνέταιροι· τα σχέδια δεν συνελαμβάνοντο υφ’ενός,
αλλά παρά πάντων ή των πλείστων, επομένως ουδέ τα έργα επράττοντο υφ’ενός, αλλά
υπό πάντων».[4]
Γενικά όλα ρυθμίζονταν με δημοκρατικό τρόπο. Κάθε ναύτης ενημερωνόταν για την
κατεύθυνση του καραβιού, τον σκοπό της εκστρατείας καθώς και για την καταβολή
των μισθών. Εκτός από τις συνελεύσεις του κάθε καραβιού ξεχωριστά, διεξάγονταν
και συνελεύσεις ολόκληρου του στόλου που βρισκόταν σε εκστρατεία. Στα κοινά
συμβούλια των ναυτικών μοιρών, προέδρευε κατά συνήθεια εκείνος, στο πλοίο του
οποίου γινόταν το συμβούλιο.[5] Σε
αυτά τα συμβούλια, λοιπόν, άλλες φορές επικρατούσε η ενότητα και η ομοψυχία και
άλλες φορές, όχι σπάνια, εμφανίζονταν έντονες διαφωνίες και αντιπαραθέσεις που
προκαλούσαν καθυστερήσεις στη λήψη των αποφάσεων. H περιδιάβαση στα ημερολόγια
γνωστών καραβιών του Αγώνα αναδεικνύει το ναυτικό συμβούλιο, ως τη
σημαντικότερη λειτουργία του καθημερινού προγράμματος των επαναστατικών
πληρωμάτων. Τέλος, να σημειώσουμε ότι, οι απλές αναφορές των διάφορων
συμβουλίων είναι συνεχείς, σε αντίθεση με άλλες λειτουργίες του καθημερινού προγράμματος
του πλοίου (αλλαγή βάρδιας, συντήρηση, καθαριότητα κ.ά.), που είναι διάχυτη η
απουσία τους. Ας παραθέσουμε μια τυπική αναφορά, απʼ το ημερολόγιο του σπετσιώτη Αργύρη Αναγνώστου Χατζηανάργυρου: «έγινε
συνέλευσις γενική είς ήν διά τας διαφωνίας δεν απεφασίσθη τίποτε».[6]
Από μαρτυρίες ξένων εθελοντών
γνωρίζουμε, ότι η ώρα του φαγητού ήταν ιερή. Δεν γνωρίζουμε ούτε των ακριβή
ποσότητα, ούτε την αξία των θερμίδων. H βασική τροφή των ναυτών ήταν το παστό
ψάρι, οι σαρδέλες και ο μπακαλιάρος. Ωστόσο, συνοδευόταν με εξαιρετικό παξιμάδι
και το καλύτερο ελληνικό κρασί. Όταν, μάλιστα στο καράβι φιλοξενούνταν και
ευρωπαίοι αξιωματικοί, προσφέρονταν καφές και ρούμι.[7] Το μεσημέρι γινόταν το γεύμα και
κατά το ηλιοβασίλεμα το δείπνο. Σύμφωνα με τον Emerson, λίγο πριν το γεύμα μικρές ομάδες
ναυτών, από έξι άτομα, έστηναν το «τραπέζι» τους ανάμεσα σε δυο κανόνια του
καραβιού. Στην συνέχεια, ο τροφοδότης, ο οποίος ήταν αρμόδιος για τη σωστή διάθεση
του συσσιτίου στο πλήρωμα, έδινε το σύνθημα για τη διανομή των φαγητών σε κάθε
ομάδα. H κάθε μερίδα αποτελούνταν από ψάρι, ψωμί, λάδι, κρασί και ξίδι. Το
φαγητό διανεμόταν από τον πιο ηλικιωμένο ναύτη του καραβιού και του κρασιού από
τον νεότερο. Σε όλη τη διάρκεια του γεύματος επικρατούσε απόλυτη ησυχία και
ευπρέπεια. Ακούγονταν μόνο τα βήματα του τροφοδότη, ο οποίος περνούσε από κάθε
συντροφιά για να ελέγξει αν τηρήθηκε η σωστή κατανομή ψωμιού και κρασιού.[8] Ο
βρετανός κληρικός Waddington
αναφέρει ότι ο καπετάνιος του καραβιού και ειδικά
ο ναύαρχος σερβίρονταν καλύτερα και γευμάτιζαν μόνοι τους. Το ίδιο μόνος
δειπνούσε και ο λοστρόμος, ενώ οι πιο ηλικιωμένοι ναύτες, αυτούς που θα
μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αξιωματικούς μένουν στην τιμονιέρα και επίσης τρώνε
χωριστά.[9]
Ήταν φυσικό ότι το καθεστώς διατροφής
ποίκιλλε υπέρμετρα, ανάλογα με την έκβαση των επιχειρήσεων και τις καιρικές
συνθήκες. H τροφοδοσία των καραβιών γινόταν τις περισσότερες φορές από τους
κατοίκους των λιμανιών που πόδιζε ο στόλος. Αυτοί συναγωνίζονταν ποιος θα
στείλει τις καλύτερες νωπές τροφές, φρούτα, κρασιά, τυριά και γλυκίσματα. Ο Χατζηαναργύρου αναφέρει μια τέτοια περίπτωση: «ήλθεν
ο κυρ Γαβριήλ Μουρτζίνης εις το καράβι με τέσσερα κρέατα, τρία πρόβατα, και ένα
χοίρον, ομοίως και ένα τουλούμι κρασί, τα οποία τα μου τα έφερε εκ μέρους του
να τα μεταχειρισθούν τα παλικάρια εις υγείαν αυτού».[10]
Δεν έλειπαν, βέβαια, και οι δυσκολίες στην τροφοδοσία, ιδίως του νερού. H
μελέτη των πηγών παρουσιάζει πολλές περιπτώσεις δυσκολίας εύρεσης νερού, στη
διάρκεια των εκστρατειών. Μια σχετική περιγράφεται από τον Traiber: «τα περισσότερα πλοία και ιδίως τα πυρπολικά έχουν
έλλειψη νερού. Βρισκόμαστε κοντά σε ένα βουνό της Μπαρμπαριάς και κάνουμε μια απόβαση με τις μεγάλες βάρκες, αλλά παρʼ όλες μας τις
προσπάθειες δεν κατορθώσαμε τίποτα».[11]
Όταν δεν έβρισκαν νερό πολλές φορές, όπως περιγράφει αλλού ο γερμανός γιατρός,
δεν μπορούσαν να μαγειρέψουν. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «από έλλειψη νερού δεν
μαγειρεύουμε. Άσχημη ζωή».[12]
Κάποιες φορές, εφοδιάζονταν το νερό από άλλα καράβια του στόλου που
συναντούσαν. Στο ημερολόγιο του Φιλοκτήτη, αναφέρεται ότι εφοδιάστηκε ένα
πυρπολικό με τρία βαρέλια νερό στέλνοντας μια «τράτα».[13]
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι, με αυτά τα εφόδια και τις λείες από
ευρωπαϊκά και οθωμανικά εμπορικά, το γεύμα στο πολεμικό ναυτικό ήταν αρκετά
πλούσιο, σε αντίθεση με το επαναστατικό πεζικό.[14]
2.
Οι πληροφορίες. Φήμες και διαδόσεις στο ελληνικό ναυτικό-Περίθαλψη των
πληγωμένων
Στο ναυτικό του Αγώνα
ουδέποτε υπήρξε ξεχωριστό σώμα πληροφοριών με εκπαιδευμένους αξιωματικούς.
Παρακολουθώντας την ροή πληροφοριών στρατιωτικού ενδιαφέροντος σε καθημερινή
βάση, διαπιστώνουμε ότι η ενημέρωση των επαναστατικών καραβιών, σε επίπεδο
στρατιωτικών-στρατηγικών πληροφοριών, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιεικώς
ασθενική. Ο κύριος όγκος των πληροφοριών για τις εξελίξεις στο μέτωπο των
θαλάσσιων συγκρούσεων, προέρχονταν από τις «ανοιχτές πηγές» της εποχής, δηλαδή
ξένα εμπορικά, αλιευτικά, αιχμάλωτοι κ.ά. Φυσικά δεν μπορεί να γίνει λόγος για
απόλυτο συντονισμό στην επεξεργασία και στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των
διάφορων επαναστατικών στόλων. Μπορεί η αλληλογραφία με την κεντρική διοίκηση
να ήταν αρκετά συχνή, όμως ο κάθε ναύαρχος φρόντιζε για την δική του ενημέρωση,
χωρίς ουσιαστικά να υπάρχει μέριμνα για τη δημιουργία κάποιου ενιαίου
συστήματος πληροφόρησης. Άλλωστε, οι στόλοι των νησιών που σήκωσαν στις πλάτες
τους τον θαλάσσιο αγώνα διατηρήσαν την αυτοτέλεια τους και συνεργάστηκαν μεταξύ
τους, ως «σύμμαχοι».[15]
Εντούτοις,
ένα μεγάλο μέρος των πληροφοριών που συνέλλεγαν τα ελληνικά καράβια, δεν ήταν
παρά φήμες και διάφορες διαδόσεις, οι οποίες μνημονεύονται στα ημερολόγια που
κρατούσαν οι έλληνες αγωνιστές. H συμβολή τους στην επίρρωση του ηθικού των ελλήνων
μετά την έκρηξη της επανάστασης ήταν πολύ σημαντική. Έτσι, η εξέταση της
επίδρασης των διαδόσεων που κυκλοφορούσαν έντονα μεταξύ των ελλήνων ναυτικών,
μας δίνει τη δυνατότητα να μελετήσουμε μια πτυχή της ψυχολογίας των Ελλήνων που
μάχονταν στη θάλασσα και να εξαγάγουμε ενδιαφέροντα συμπεράσματα σχετικά με την
επίδραση των διάφορων διαδόσεων στην καθημερινή ζωή του πολεμικού ναυτικού.[16]
H
διάδοση που προκαλούσε ενθουσιασμό και είχε μεγαλύτερη απήχηση στους ναυτικούς,
αλλά και σε όλους τους Έλληνες, ήταν εκείνη που μιλούσε για κήρυξη πολέμου από
τη Ρωσία εναντίον της Πύλης. Γι αυτήν σημειώνει ο Παπαρρηγόπουλος: «η επαγγελία
της ρωσικής επικουρίας υπήρξεν απανταχού σχεδόν εν των κυριωτάτων του κινήματος
ελατηρίων»… «H πλάνη αυτή», συνεχίζει, «κατήντησεν ενδημική».[17]
Από το ημερολόγιο του Φιλοκτήτη, διαπιστώνουμε ότι η ψευδής αυτή διάδοση
κυκλοφορούσε και στη θάλασσα: «ένα καράβι ήρχετο από Γένοβα και μας είπεν ότι η
Ιερά Ρωσία είχεν εναντιωθή χωρίς λόγον είς την Τουρκίαν».[18]
Άλλες φορές οι ίδιοι οι καπετάνιοι χρησιμοποιούσαν ψεύτικες πληροφορίες, με
σκοπό την ηθική ενίσχυση των πληρωμάτων. Ο Τσαμαδός, για παράδειγμα, διέδιδε ειδήσεις
που μιλούσαν για είσοδο του ρωσικού στόλου στον Βόσπορο την ημέρα του Αγίου
Γεωργίου, αλλά και κατασκευασμένες μαρτυρίες ξένου αξιωματικού που ανέφεραν την
κατασκευή πολεμικού στόλου στη Σεβαστούπολη.[19]
H
φήμη ιδίως ότι ο Αλέξανδρος Υψηλάντης προελαύνει νικηφόρα παντού και κυριεύει
την Αδριανούπολη, κυκλοφορούσε, εκτός από την Πελοπόννησο, και στη θάλασσα. Στο
ημερολόγιο του σπετσιώτικου μπρικιού Αλέξανδρος, αναφέρεται ότι ένας υδραίος
καπετάνιος τους πληροφόρησε για την κατάληψη της Αδριανούπολης (Εντιρνέ). Στο
άκουσμα της είδησης, όλο το πλήρωμα ενθουσιάστηκε, ενώ τέσσερις εορταστικοί
κανονιοβολισμοί ενίσχυσαν το εορταστικό κλίμα στο καράβι.[20]
Τις ίδιες ειδήσεις διέδιδαν και κάποια ψαροκάικα που συναντούσαν στον δρόμο
τους, χωρίς όμως να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη από το πλήρωμα.[21] H
τόνωση, λοιπόν, του ηθικού των ναυτικών και η εμφάνιση κάποιων ευχάριστων
στιγμών μέσα στη σκληρή και μονότονη καθημερινότητα του καραβιού, αποδίδεται
πολλές φορές στην ευεργετική επίδραση των ευνοϊκών φημών που διαδίδονταν
μυθοπλαστικά επεξεργασμένες ή βγαλμένες αυθόρμητα από την ψυχή ή και επινοημένες
από τους καπετάνιους των καραβιών. Βέβαια, πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν
σκορπούσαν ενθουσιασμό μόνο οι εξωφρενικές και παράλογες ειδήσεις, αλλά και οι
πληροφορίες για θετικές εξελίξεις σε διάφορες συγκρούσεις, τόσο στην ξηρά όσο
και στη θάλασσα. Στο ημερολόγιο του Αλέξανδρου περιγράφονται στιγμές χαράς στο
καράβι μετά από ευχάριστα μαντάτα που έφτασαν όπως, η απόκρουση απόβασης
Οθωμανών στη Σάμο, αλλά και η πτώση του Ναυπλίου. Αντίθετα, οι δυσάρεστες
πληροφορίες, όπως η καταστροφή της Χίου, προκαλούσαν στεναχώρια και απογοήτευση
στα κουρασμένα και καταπονημένα πληρώματα των καραβιών.[22]
Όσον
αφορά την περίθαλψη των τραυματιών, σε αντίθεση με τα στρατιωτικά σώματα στην
ξηρά, όπου οι πληγωμένοι υπόφεραν αρκετά από την έλλειψη γιατρού και
ιατροφαρμακευτικού υλικού,[23]
στα καράβια του Αγώνα τα πράγματα ήταν καλύτερα, διότι οι καπετάνιοι, τις
περισσότερες φορές, φρόντιζαν για την παρουσία γιατρού στα πληρώματα του
στόλου. Ο γιατρός ήταν απαραίτητος για να φροντίζει τους τραυματίες των
συγκρούσεων, καθώς τα ελληνικά καράβια κινούνταν συνεχώς σε διαφορετικές
περιοχές, πραγματοποιώντας συχνά μεγάλα ταξίδια με πολλούς κινδύνους. Επομένως,
δεν ήταν εύκολη η μεταφορά του τραυματία σε κάποιο, από τα πρωτόγονα ιατρεία
των πολεμικών μετώπων της στεριάς ή κάποιων νησιών, αφού οργανωμένη υγειονομική
υπηρεσία δεν υπήρχε πουθενά.
Έτσι,
το ημερολόγιο του μπρικιού «Άρης», του γνωστού υδραίου καπετάνιου Αναστάσιου
Τσαμαδού, μας πληροφορεί ότι μετά από μια ναυμαχία στα ανοιχτά της Λέσβου περισυλλέγη
από το πλήρωμα ένα 12χρονο αγόρι, το οποίο δέχτηκε τις απαραίτητες φροντίδες
από τον γιατρό του πλοίου.[24] Γιατρό
στο πλήρωμα του καραβιού του είχε και ο Αλέξανδρος Κριεζής. Μάλιστα, τον Μάιο
του 1821, καθώς μια υδραίικη μοίρα με επικεφαλής τον ίδιο συνέδραμε τις
επαναστατικές δυνάμεις της Εύβοιας, στάλθηκε από το καράβι του ο γιατρός για να
προσφέρει βοήθεια σε έναν τραυματισμένο αγωνιστή. Σημειώνει στα απομνημονεύματά
του: «ήτον ένας παπάς εις το δεξιόν χέρι λαβωμένος από το μοναστήρι Hλίαν
καλούμενον, το επήρε ο τζεράχης μου να τον εβγάλη την μπάλαν».[25] Παρομοίως
και στο πλήρωμα του περίφημου «Αγαμέμνων», το καράβι του Ανδρέα Μιαούλη, υπηρετούσε
γιατρός. Στο ημερολόγιο του «Άρη» αναφέρεται ότι: «ο καπιτάν Ανδρέας επήρε την
βάρκα και επήγε εις τον Ναύαρχον και επήρε τον γιατρόν δια να ιδή τον άνθρωπό
μας όπου ήτο καϋμένος, ήλθεν ο ιατρός είδεν τον άνθρωπό μας, έπειτα τον επήρε
μέσα εις του Ναυάρχου».[26]
Βέβαια,
η εικόνα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, κάθε άλλο παρά ενθαρρυντική ήταν.
Φρικτά ήταν τα μαρτύρια των πληγωμένων και οι κραυγές τους δονούσαν την
ατμόσφαιρα του καραβιού. Τα αναγκαία χειρουργικά εργαλεία, οι επίδεσμοι και τα
φάρμακα έλειπαν ολότελα και έτσι, όλα τα μέσα θεραπείας όταν εμπειρικά. Πάνω
στο τραύμα τοποθετούσαν χόρτα των βουνών και χορηγούσαν βότανα για την επούλωση κάθε είδους πληγών.
Ειδικότερα, για τα ιατρικά βότανα, παραθέτουμε τα εξής: «ετύλισσον αυτούς κατά
το διάστημα των αναπαύσεων με χόρτον τι των βουνών πλατύφυλλον, σαρκοθρώφι
ονομαζόμενον και έχον την διπλήν ιδιότητα να σταματά το αίμα και να ενδυναμώνη
τας σάρκας».[27]
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Raybaud: «η περίθαλψη αυτών
των δυστυχισμένων είχε αφεθεί στις φροντίδες της φύσης».[28] Το
μέγιστο μέρος της περίθαλψης των αγωνιστών στα καράβια ανατέθηκε σε εμπειρικούς
γιατρούς, αφού ήταν λίγοι οι επιστήμονες γιατροί που ακολούθησαν τον
επαναστατικό στόλο.
Επιπλέον,
να προσθέσουμε ότι στα καράβια δεν δέχονταν περίθαλψη μόνο οι πληγωμένοι των
ναυμαχιών, αλλά και άμαχοι τραυματίες. Τα πληρώματα, έρχονταν καθημερινά
αντιμέτωπα με την τραγική πραγματικότητα του πολέμου. Στο απόσπασμα από το
ημερολόγιο του «Άρη», αποτυπώνονται οι συγκινητικές στιγμές που έζησαν όσοι
αντίκρισαν το δυσάρεστο θέαμα των προσφύγων, που γλύτωναν από τις διώξεις και
τις σφαγές των άτακτων οθωμανικών στρατευμάτων: «οι άνθρωποί μας όλην την νύκτα
με αξιέπαινο ζήλον επεριποιήθησαν τας γυναίκας και μικρά παιδιά όπου ήσαν
μισοπεθαμμένοι από την ζάλην της θαλάσσης και τους εσκέπασαν με πανιά
παντιέραις και με τας ιδίας των κάππας και ρούχα».[29]
Ωστόσο,
δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου δεν ύπαρχε γιατρός τόσο στο καράβι, όσο
και σε ολόκληρο στόλο κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Κάποιες φορές ζητούσαν
γιατρό από καράβια που συναντούσαν στον δρόμο τους και γι αυτόν τον λόγο
διέθεταν στο σηματολόγιό τους ειδικό «σενιάλο», που είναι το εξής: «έχω χρειάν
από χειρούργους επειδή ελαβώθηκαν άνθρωποί μου».[30] Ενώ,
πολύ συχνά ο τραυματισμός ενός ναύτη γινόταν η αιτία να εγκαταλείπει το καράβι
τον στόλο, προκειμένου να μεταφερθεί ο πληγωμένος στο πλησιέστερο λιμάνι. Το καλοκαίρι
του 1824, το καράβι «Αθηνά» του Σαχτούρη, αναγκάστηκε να μην ακολουθήσει τον
υπόλοιπο στόλο, καθώς δεν υπήρχε γιατρός: «διωρίσαμεν λοιπόν τα πλοία να τραβήξουν
δια το Βενέτικον, ημείς δε τραβούμεν δια
την Τήνον να ευγάλωμεν τον λαβομένον και να επιστρέψωμεν».[31] Επομένως,
η έλλειψη γιατρού δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στην επιχειρησιακή σχεδίαση της
εκστρατείας. Αυτό ήταν κάτι που το γνώριζαν οι καπετάνιοι των καραβιών και γι
αυτό τον λόγο δεν έλειπαν τα παράπονα. Ο Σαχτούρης, με αφορμή την εγκατάλειψη
της εκστρατείας από ένα υδραίικο καράβι λόγω του τραυματισμού του καπετάνιου
του, περιγράφει το πρόβλημα:
«Δυστυχία!
Είναι τω όντι άξιον λύπης να βλέπη τινάς ένα ολόκληρον στόλον από 50 πλοία
χωρίς να έχη ένα ιατρόν καθώς πρέπει. Δια την αυτήν αιτίαν ημείς ηναγκάσθημεν
προ τινών ημερών να εγκαταλείψωμεν στανικώς τον στόλον και να υπάγωμεν εις
Τίνον. Σήμερον άλλο πλοίον έκαμε το ίδιον και αύριον άλλο. Ούτω ο στόλος μένει
αδύνατος και ανίκανος να τρέξη κατά του εχθρού εις την περίστασιν. Αυτά ταύτα
κράζουσι μεγάλως την προσοχήν των πατριωτών οπού επιστατούσι, δια να
φροντίσωσιν όσον τάχως την τούτων διόρθωσιν».[32]
3. H θρησκευτικότητα στην καθημερινή
ζωή των ναυτικών του Αγώνα
Η μελέτη των πηγών μας αποκαλύπτει
ότι το θρησκευτικό συναίσθημα χρωμάτιζε κάθε πτυχή του ιδιωτικού και δημόσιου
βίου των αγωνιστών και του λαού. Μέσω των θρησκευτικών μυστηρίων, οι Έλληνες
επικαλούνταν την κάθοδο και την επενέργεια του ιερού. Η επενέργεια αυτή έχει
καθαρτικό και θεραπευτικό χαρακτήρα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι
καθημερινές ανάγκες του πολέμου. Έτσι, λοιπόν, στη συνείδηση των ελλήνων
επαναστατών ο Αγώνας έλαβε τη μορφή θρησκευτικής πράξης. Το έντονο θρησκευτικό
πνεύμα, που ήταν βαθιά ριζωμένο στους περισσότερους Έλληνες, διαπότισε την
καθημερινή ζωή των στρατοπέδων και των καραβιών. Οι επαναστάτες δεν
παραμελούσαν ποτέ τα καθημερινά θρησκευτικά τους καθήκοντα. Πριν από τις αποφασιστικές
τους αναμετρήσεις με τον εχθρό, κοινωνούσαν τα άχραντα μυστήρια, συμμετείχαν
στις θείες λειτουργίες, εξομολογούνταν και προσεύχονταν με πάθος.
H
τόνωση του θρησκευτικού φρονήματος των ναυτικών συντελούνταν στην αναχώρηση του
καραβιού από το λιμάνι. Το πλήρωμα, δηλαδή, συμμετείχε μαζί με τους επισήμους
και τον λαό στη θεία λειτουργία μέσα σʼ ένα κλίμα θρησκευτικής κατάνυξης. Ο
Σπηλιάδης μας δίνει την παρακάτω εικόνα: «Έρχονται ο Λάζαρος Κουντουριώτης και
οι λοιποί πρόκριτοι εις τον ναόν του Θεού, όπου συνέρχονται και όλος ο λαός και
ψάλλουσι παράκλησιν και φέρουσιν έως εκατόν παλληκάρια την σημαίαν του σταυρού
και την ευλογεί ο αρχιερεύς Ύδρας Γεράσιμος […] και προσφέρουσι τα πλοίαν των
διά πόλεμον και ητοίμασαν αμέσως δώδεκα εξ αυτών».[33]
Η προετοιμασία πριν από τις
αναμετρήσεις με τον εχθρό περιλάμβανε το ύψιστο μυστήριο της χριστιανικής
θρησκείας και το σημαντικότερο γεγονός της εκκλησιαστικής ζωής, τη Θεία
Μετάληψη. Ο Κανάρης πριν πυρπολήσει την τουρκική ναυαρχίδα στο λιμάνι της Χίου,
μετέλαβε τα άχραντα Μυστήρια μαζί με τους συντρόφους του και κατόπιν ορκίστηκαν
να πεθάνουν «για την πατρίδα», παρά να γυρίσουν χωρίς αποτέλεσμα.[34]
Άλλωστε, ο μεγάλος ναυτικός, σύμφωνα με μαρτυρία γάλλου ταξιδιώτη: «δεν
επιχειρεί τίποτα χωρίς τις αναγκαίες τελετουργικές προπαρασκευές. Πηγαίνει στην
εκκλησία [...] και ύστερα πετάει στον θρίαμβο ή στον θάνατο, λες και πηγαίνει
σε πανηγύρι».[35]
Άλλες φορές
κάποιος ιερέας έψελνε, μπροστά στις θρησκευτικές εικόνες των πλοίων, διάφορες
προσευχές. Η θεϊκή μεσολάβηση της Θεοτόκου και των Αγίων, που απεικονίζονταν
στις εικόνες, ενισχυόταν με το ράντισμα των ναυτικών με αγιασμό, που τους
καθιστούσε άτρωτους στις επιθέσεις των εχθρών. Μια παρόμοια σκηνή
διαδραματίστηκε στο κατάστρωμα του μπρικιού «Άρη», λίγες ώρες πριν από την
ηρωική του έξοδο από το λιμάνι της Πύλου. H στιγμή ήταν πολύ συγκινητική. Όλοι
οι ναύτες προσεύχονταν γονατιστοί γύρω από την εικόνα και αγκαλιάζονταν,
δίνοντας ο ένας στον άλλον τον «τελευταίον ασπασμόν».[36]
H θερμή δέηση πριν τη ναυμαχία εξοικείωνε τον αγωνιστή με τη θεία παρουσία, του
χάριζε γαλήνη και τον οδηγούσε ευκολότερα στην τέλεση ηρωικών πράξεων, αφού
γινόταν αποδεκτή η προοπτική του θανάτου.
H εκδηλωμένη
ανάγκη των ναυτικών του ’21 για άμεση και προσωπική επαφή με τον Θεό
αποκαλύπτεται στον έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα που διαπερνούσε το χώρο, όπου
αναπτυσσόταν το καθημερινό πρόγραμμά τους. Σε κάθε πλοίο, συνήθως πίσω από την
καμπίνα του πλοιάρχου, υπήρχε η εικόνα του Αγίου Νικολάου, του προστάτη των
ναυτικών, μπροστά από την οποία έκαιγε ένα καντήλι. Σε πολλά καράβια, κυρίως
στα ψαριανά, υπήρχε η συνήθεια να μεταφέρεται η εικόνα στο κατάστρωμα κατά τη
δύση του ήλιου κι ενώ το καράβι ήταν εν πλω. Εκεί, ο γραμματέας διάβαζε τον Παρακλητικό Κανόνα εις
την Υπεραγία Θεοτόκο, τον οποίο με ιερή κατάνυξη παρακολουθούσε όλο το πλήρωμα.[37]
Στο πλοίο του Μιαούλη, μάλιστα, οι ναύτες έβλεπαν καθημερινά έναν μεγάλο ξύλινο
σταυρό (περίπου 80×45), που υψωνότανε στο πλωριό κατάρτι πριν από κάθε πολεμική
εκστρατεία, ενώ οι αγωνιστές όλων των καραβιών πολεμούσαν κάτω από σημαίες με
ποικίλα θρησκευτικά σύμβολα (σταυρός, ανεστραμμένη ημισέληνος, διάφοροι άγιοι
κ.ά.) με τα οποία συντελούνταν η θρησκευτική επικάλυψη του Αγώνα, που τόσο
ανάγκη είχαν οι θρησκόληπτοι ναυτικοί.[38]
Λεπτομερέστερη
περιγραφή, από την έντονη θρησκευτικότητα που διαπερνούσε την καθημερινή ζωή
των ναυτικών, μας δίνει ο Emerson: «πίσω από την καμπίνα του καπετάνιου υπήρχε
ένα παρεκκλήσι στολισμένο με διάφορες εικόνες της Παναγίας και του Άγιου
Νικολάου, μαζί με ένα διακοσμημένο καντηλάκι που έκαιγε συνεχώς [...] κάθε
καράβι του στόλου είχε ένα προσκυνητάρι με το εικόνισμα της Παναγίας και το
καντήλι, στο οποίο ο καπετάνιος και οι αξιωματικοί αφιέρωναν τις πρωινές και
βραδινές προσευχές τους. Κάθε ηλιοβασίλεμα το άρωμα του θυμιατηριού πλημμύριζε
το κατάστρωμα, ενώ το πλήρωμα επαναλάμβανε τις προσευχές του στην Παναγία».[39]
Οι αγωνιστές
στη θάλασσα, εκτός από την πιστή εκτέλεση των καθημερινών θρησκευτικών
καθηκόντων, τιμούσαν με ευλάβεια, παρά τις δυσκολίες του πολέμου, τις
πολυάριθμες θρησκευτικές γιορτές. Ο Jarvis, αξιωματικός του ελληνικού ναυτικού
από το 1822 μέχρι το 1824, αφηγείται ότι, την Κυριακή του Πάσχα τα καράβια
ύψωναν τις σημαίες τους και έριχναν άσφαιρες χαιρετιστήριες ομοβροντίες
κανονιοβολισμών, ενώ οι ναύτες, μαζί με τους καπεταναίους τους, μαζεύονταν σε
παρέες και γιόρταζαν με φαγητά, κρασιά και τραγούδια.[40]
Επίσης, το καλοκαίρι του 1824 και παρά την κρισιμότητα της κατάστασης στο
μέτωπο, ο ελληνικός στόλος δεν ξέχασε να τιμήσει την
Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου, με εορταστικούς
κανονιοβολισμούς και επίσημα γεύματα.[41]
Ωστόσο, οι
ειδικές συνθήκες του πολέμου, οδήγησαν τις θρησκευτικές πρακτικές σε μια σειρά
προσαρμογών. Για παράδειγμα, παρατηρείται το συχνό φαινόμενο της κατάλυσης των
νηστειών, τις περισσότερες φορές λόγω των δύσκολων περιστάσεων του πολέμου.
Μάλιστα, η παράλειψη της νηστείας επιτρεπόταν, σε αρκετές περιπτώσεις, και από
τους εκπροσώπους της εκκλησιαστικών αρχών. Έτσι, όταν ο πατριάρχης Αλεξανδρείας
επισκέφτηκε τον ελληνικό στόλο στη Σάμο, παραμονές του δεκαπενταύγουστου,
απάλλαξε τα πληρώματα από την υποχρέωση της νηστείας αλλά και από τις υπόλοιπες
διαρκούντος του πολέμου.[42]
Η
θρησκευτική ζωή της Επανάστασης, συνδέθηκε έντονα με το φαινόμενο του θανάτου,
ο οποίος βρισκόταν σε κάθε όψη της σκληρής καθημερινότητας του Αγώνα (μάχες,
πείνα, αρρώστιες). Παρά τις δυσκολίες του θαλάσσιου πολέμου, οι αγωνιστές
ακολουθούσαν με ευλάβεια το επίσημο τελετουργικό της Εκκλησίας για το θάνατο ως
δημόσιο γεγονός (νεκρώσιμη ακολουθία και ταφή). Μέσα στη δίνη του πολέμου, οι
κηδείες τελούνταν μέσα σε ένα ιδιαίτερα βαρύ κλίμα, επιδρώντας αρνητικά στην καθημερινότητα
των ναυτικών. Όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες του πολέμου, η κηδεία γινόταν στο
κοντινότερο νησί, με τη συμμετοχή όλων των πληρωμάτων του στόλου: «επήγαμε και
αράξαμεν εις Κάσο. Εις τας 9 η ώρα εβγήκαμεν έξω εις το νησί και εθάψαμε τον
αποθαμμένον, ήλθαν και άραξαν και άλλα ιδικά μας πλοία ομοίως και τα
Σπετσιώτικα».[43]
Παρατηρήθηκαν μάλιστα περιπτώσεις, στις οποίες το σώμα του νεκρού ριπτόταν στο
βυθό, αφού ψαλλόταν η νεκρώσιμη λειτουργία. Ο Τσαμαδός, περιγράφοντας το θάνατο
μιας τραυματισμένης προσφυγοπούλας στο καράβι, ανέφερε τα εξής: «ο ιερομόναχός
μας Ιερεμίας της εδιάβασε τας αναγκαίας ευχάς και την εθάψαμεν στα κύματα».[44]
4. Πολεμικές προπαρασκευές και φορεσιές
Όλα άρχιζαν με τις απαραίτητες
στρατολογήσεις ναυτικών για τα καράβια. Στη διάρκεια της Επανάστασης τα καράβια
είχαν 45 με 60 ναύτες περίπου. Ανάλογα με τις απαιτήσεις της εκστρατείας, αυτός
ο αριθμός μπορούσε να μεγαλώσει. Ο Κριεζής κάνει λόγο μέχρι και για 110 ναύτες
στο πλήρωμα,[45] το
οποίο συγκροτούνταν κυρίως από άτομα της ίδιας οικογένειας και διοικούνταν από
ένα πρόσωπο που είναι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας με όλους τους
ναύτες. Βέβαια στη διάρκεια της πορείας στρατολογούνταν άντρες και από τα
διάφορα νησιά που έκανε στάση ο στόλος.[46]
Στο ημερολόγιο του «Αλέξανδρου» αναφέρεται ότι εμφανίστηκαν κάποιοι Σαντορινιοί
ναυτικοί και ζήτησαν την ένταξή τους στο πλήρωμα του μπρικιού. Τελικά ο
καπετάνιος κράτησε 14 από αυτούς και οι άντρες του έφτασαν να αριθμούν τους
106.[47]
Υπήρχαν, επίσης, αρκετοί ναύτες Αϊβαλιώτες, Στυλιδιώτες, Σκοπελίτες και
Αιγινήτες.[48] Στα
καράβια, κυρίως της Ύδρας, διανέμονταν και ένας αριθμός Αράβων αιχμαλώτων από
τα συλληφθέντα φορτηγά του Ιμπραήμ.[49]
Τέλος, όταν ο στόλος βοηθούσε σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην στεριά, στα
καράβια επιβιβάζονταν και στρατιώτες προκειμένου να μεταφερθούν στα διάφορα
μέτωπα του πολέμου.[50]
Μετά
τη στρατολόγηση, ο ιδιοκτήτης του πλοίου φρόντιζε για τον εφοδιασμό του με τα απαραίτητα,
όπως πυρίτιδα, σφαίρες, ψωμιά, κρασιά κ.ά.[51]
Ο Ορλάνδος εκτιμάει τη μηναία δαπάνη του κάθε καραβιού «εις ελάχιστον ποσόν εις
τάλληρα χίλια, τα οποία επαναλαμβάνομεν κατεβάλλοντο εκουσίως και εξ αισθήματος
πατριωτισμού υπό των ιδιοκτητών των πλοίων».[52]
Ο σημαντικότερος παράγοντας, όμως, για την έναρξη της εκστρατείας και αιτία
πολλών προστριβών, ήταν η προπληρωμή των μισθών τους. Μπορούσαν και να αρνηθούν
να μπαρκάρουν για εκστρατεία, ακόμα και σε περίπτωση που έπρεπε να προλάβουν
επερχόμενες συμφορές. H βουλή των Ψαριανών, για παράδειγμα, το 1823, με έγγραφό
της προς την κεντρική διοίκηση απαιτούσε την αποπληρωμή των μισθών των
ναυτικών, προκειμένου να στείλει βοήθεια στο πολιορκημένο Μεσολόγγι.[53]
Ο καπετάνιος πλήρωνε στον καθένα τον μισθό του, για το προβλεπόμενο χρονικό
διάστημα της επιχείρησης ή τουλάχιστον τον μισθό ενός μήνα. Όταν, μάλιστα,
τελείωνε η πληρωμένη περίοδος και δεν καταβαλλόταν η επόμενη μισθοδοσία, δεν
μπορούσε καμία δύναμη να κρατήσει τους ναύτες μακριά από τα σπίτια τους.[54]
Αφού τελείωνε η καταβολή των μισθών, άνθρωποι διορισμένοι από τον καπετάνιο,
περνούσαν από κάθε πλοίο και έκαναν καταγραφή των πληρωμάτων.
Το
ταξίδι στη θάλασσα επέβαλλε την παρατήρηση και πρόγνωση των διαφόρων καιρών,
που μόνο σήμερα με ακριβείς μετρήσεις της μετεωρολογίας μπορεί να γίνει με
κάποια σχετική προσέγγιση. H παρατήρηση της φύσης για σημάδια, που θα τους
επέτρεπαν μια πρόγνωση, αποτελούσε μια αναγκαία και μόνιμη διαδικασία, τόσο για
την έναρξη της εκστρατείας, όσο και για το δέσιμο σε κάποιο λιμάνι.[55]
Τέλος, άλλη σημαντική διαδικασία ήταν η κωδικοποίηση των σενιάλων όλων των
σηματολογίων. Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν υπήρχε χειρισμός ή κίνηση μεμονωμένου
πλοίου ή σχηματισμού πλοίων, για την οποία να μην είχε προβλεφθεί ένα
αντίστοιχο σενιάλο. Ιδιαίτερη προσοχή, όμως, δινόταν στα «μυστικά σενιάλα» που αναφέρονταν
στις κινήσεις τακτικής τους στόλου για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού.[56]
Φυσικά σε τέτοια περίπτωση, γινόταν η απαραίτητη ενημέρωση, όπως σημειώνει ο
Σαχτούρης: «οι Ψαριανοί μας βεβαιούν ότι τα σενιάλα μας όπου αυτοί είχον, τα
έπιασαν οι Τούρκοι, και είναι ανάγκη, τα μυστικά μας σενιάλα, να τα αλλάξετε
προσωρινώς, και ερχομένου του γενναιοτάτου ναυάρχου μας Μιαούλη θέλει τα
αλλάξομεν δι’ όλου να γίνουν νέα».[57]
Μόλις παρουσιαζόταν ο κατάλληλος καιρός για ν’ ανοίξουν πανιά, υψώνονταν τα
κατάλληλα σημεία και ξεκινούσε ο στόλος. Το θέαμα ήταν εξαιρετικό, γράφει ο Emerson: «τα λευκά πανιά λαμποκοπούσαν με τις ηλιαχτίδες που έπεφταν πάνω τους […]
ήταν σαν άγριοι κύκνοι που πετούσαν».[58]
H
φορεσιά των ναυτικών του Αγώνα, σε αντίθεση με τη μεγάλη γραφικότητα και
πολυχρωμία των ελληνικών στρατοπέδων, παρουσίαζε μια ομοιομορφία. Γενικά
αποτελούνταν από το τσακιστό φέσι, το κοντό «γελέκι» και τη φαρδιά βράκα.[59]
Το φέσι ήταν συνήθως κόκκινου χρώματος και «αφού δε παρήρχετο η ανδρική ηλικία
εφόρουν σερβέταν, ως ούσαν σεβασμιωτέραν του σκούφου».[60]
Ο Emerson σκιαγραφεί τις ενδυματολογικές
επιλογές των ναυτικών: «τα ρούχα τους συνδύαζαν την ελαφράδα των ανατολίτικων
φορεσιών και την χάρη των ευρωπαϊκών. Τα κοντά τους γελέκια καλύπτονταν από
όμορφα κεντήματα και το προσωπικό τους στολίδι ήταν η «μάχαιρα», το μοναδικό
όπλο των νησιωτών της Ύδρας. Το «πανταλόνι», που δεν φτάνει μέχρι τα γόνατα,
είναι το πιο ασυνήθιστο τμήμα τις ενδυμασίας τους. Δεν ήταν τίποτα περισσότερο
από ένας φαρδύς σάκος από βαμμένο βαμβάκι και δυο τρύπες στις γωνίες κάτω, έτσι
ώστε όταν το φορούν, οι δίπλες που περισσεύουν να κρέμονται σαν σακί πίσω και
οι πολλές τσακίσεις ψηλά να προσθέτουν χάρη στην κορμοστασιά». [61]
Οι βράκες των ναυτικών αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση από τους αρματολούς.
Τους βρακοφόρους τους ονόμαζαν «ντουντούμηδες» και «χαλντούπηδες», επίθετα που
έχουν την έννοια του «παραλυμένου» και του δειλού ανατολίτη.[62]
ΣΚΙΑΓΡΑΦHΣH ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
1. Ο χαρακτηριστικός τύπος του καπετάνιου και τα
πληρώματα του
H μετατροπή του εμπορικού στόλου των
Ελλήνων σε αξιόμαχη πολεμική δύναμη δοκίμαζε αναπόφευκτα τις αντοχές των
πληρωμάτων τους, αφού η ιεραρχική οργάνωση του πλοίου διαμορφωνόταν κυρίως στη
βάση του κοινού οικονομικού συμφέροντος. Το πλήρωμα συμμετείχε στα κέρδη του
κάθε ταξιδιού και μεταξύ των ναυτών και του καπετάνιου δεν παρεμβάλλονταν άλλοι
αξιωματικοί εκτός του ναυκλήρου και του γραμματέα. Αυτή η συντροφική σχέση είχε
μεγάλη σημασία, διότι οι ναύτες ενδιαφέρονταν για την επιτυχία του κάθε
ταξιδιού και συμμετείχαν «αγογγύστως εις τους κινδύνους και τας ταλαιπωρίας του
ναυτικού επαγγέλματος».[63]
Ωστόσο, με το ξέσπασμα της Επανάστασης εμφανίστηκε μια ιδιότυπη μορφή
πειθαρχίας, η οποία εξαρτιόταν από άλλους παράγοντες.
Το εγχείρημα
των πλοιάρχων του Αγώνα ήταν αναμφίβολα δύσκολο, καθώς τα πληρώματα του ελληνικού
στόλου ήταν πολύ απαιτητικά. Οι καθυστερήσεις στην καταβολή των μισθών, το
έντονο ενδιαφέρον που έδειχναν για τις οικογένειες τους και το έντονο πνεύμα της
κερδοσκοπίας, που παρατηρούνταν σε κάποιες περιπτώσεις, αποτελούσαν τις βασικές
αιτίες για απειθαρχίες αλλά και για λιποταξίες.[64]
Οι καπετάνιοι ποτέ δεν ήξεραν τον ακριβή αριθμό των ναυτών, που μπορούσαν να
διαθέσουν. Ο αριθμός τους ήταν ρευστός, γιατί οι ναύτες συχνά λιποτακτούσαν ή εγκατέλειπαν
τον πλοίαρχό τους και πήγαιναν με το μέρος εκείνου, που πλήρωνε πιο καλά και τα
πολεμικά του προσόντα ήταν μια εγγύηση για τη νίκη και για τη λαφυραγώγηση των
εχθρικών στόλων.[65]
Ποιά ήταν τα
προσόντα, λοιπόν, εκείνα που θα μπορούσαν κάτω από τόσο δυσμενείς συνθήκες να
προσφέρουν την προσήλωση του πληρώματος στον καπετάνιο; Σύμφωνα με τον
Αλεξανδρή, ο έμφυτος σεβασμός προς τους προκρίτους και ο αυθόρμητος σεβασμός,
που ενέπνεε στους άνδρες η εικόνα των πλοιάρχων ως καλοί και τίμιοι
οικογενειάρχες, αποτελούσαν τα βασικά προσόντα.[66]
Εμείς θα προσθέσουμε την ανδρεία, την πολεμική ιδιοφυΐα και την σωματική τους
ρώμη, επειδή ο αρχηγός στις σκληρές συνθήκες του πολέμου μετατρέπεται σε
ζωντανό σύμβολο της πολεμικής αρετής που μπορεί να εμψυχώσει τους αγωνιστές.
Επιπλέον, ο πλοίαρχος που ενσάρκωνε τους εθνικούς σκοπούς του πολέμου, κέρδιζε
την εμπιστοσύνη των συμπολεμιστών του, οι οποίοι τον ακολουθούσαν με αφοσίωση
στις επιχειρήσεις του. Αναφέρει χαρακτηριστικά ένας άγνωστο ναύτης: «Εγώ
δουλεύω το έθνος μου και όχι τον Ναύαρχον των Ψαρών, δι’ ο και θέλω επακολουθήσω
τον Μιαούλη όστις τρέχει κατά του εχθρού».[67]
Οι
καπετάνιοι ήταν δραστήριοι και επιδέξιοι στους χειρισμούς. Επειδή όμως οι
περισσότεροι δεν είχαν ταξιδέψει πέρα από το Γιβραλτάρ, είχαν περιορισμένη
πείρα. Λίγοι πλοίαρχοι είχαν μελετήσει την τέχνη της ναυσιπλοΐας και δεν την
μεταχειρίζονταν συχνά αφού στα μικρά ταξίδια τους έβλεπαν πάντοτε τις ακτές.[68]
Το άγχος και η ένταση πρωταγωνιστούσαν στην καθημερινή τους ζωή. Στα παρακάτω λόγια
του Μιαούλη αποτυπώνεται η επίδραση των προβλημάτων στην ψυχολογία των
πλοιάρχων: «Τρομάζω δια το μέλλον» έλεγε ανήσυχος μπροστά στο πολιορκημένο
Μεσολόγγι και συνέχιζε χωρίς περιστροφές «παραξενεύεσθε ίσως, ότι πάντοτε
ελεεινολογώ την ακαταστασία μας. Τάχα μόνο δια να σας φοβίζω ή από κακήν
συνήθειαν. Πλην πιστεύσατε με και τώρα, ότι μόνον όποιος είναι παρών εδώ,
γνωρίζει οπωσούν πώς και που τρέχωμεν». [69]
Ο Emerson παρατηρώντας την άσχημη ψυχολογία του Μιαούλη, έγραφε:
«καθόταν σταυροπόδι και από νευρικότητα μαδούσε τις δερμάτινες παντόφλες του.
Οι υποθέσεις τον τελευταίο μήνα ήταν πολύ μπερδεμένες και οι παντόφλες του
καλού γέρο-Ναυάρχου είχαν γίνει λουρίδες».[70]
Άλλες φορές έδειχναν τρομακτική ψυχραιμία και αποφασιστικότητα, οι οποίες διακρίνονται
στα λόγια του Κανάρη πριν τον πυρπολισμό στη Χίο: «Είπα στον εαυτό μου: απόψε,
Κωνσταντή, θα πεθάνης».[71]
Ενώ άλλες φορές έδειχναν ένα παράλογο θάρρος, έχοντας άγνοια του κινδύνου στον
οποίο εκτίθενται. Ο Emerson αναφέρει
τον καπετάν Παναγιώτα, τον οποίο οι Υδραίοι τον θεωρούσαν τρελό εξαιτίας της τόλμης
που έδειχνε σε κάθε ναυμαχία. Όταν κάποιο καράβι ολομόναχο προπορευόταν στην καταδίωξη
και στη ναυμαχία ήξεραν σίγουρα ότι ήταν του Παναγιώτα.[72]
Οι ικανοί
πλοίαρχοι και μάλιστα οι ξακουστότεροι, όπως ο Μιαούλης, ο Τσαμαδός, ο Κανάρης έγιναν
αντικείμενο απεριόριστου θαυμασμού και ζωντανά σύμβολα λατρείας των εξεγερμένων
Ελλήνων γιατί πίστευαν ότι αυτοί ενσάρκωναν τη νίκη.[73]
H παρουσία του αρχηγού στις πρώτες γραμμές των συγκρούσεων εμψύχωνε τους
ναύτες: «ο Ναύαρχος φθάνοντας έξω εις τους στρατιώτας τους εμψύχωνεν με την
παρουσία του και ορμούντες εις τον εχθρόν εσύλλαβον ένα κανόνι μπρούτζινο».[74]
Από την άλλη ο θάνατός του είχε ολέθριο αντίκτυπο στο ηθικό των αγωνιστών.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως, μετά την ήττα στη Σφακτηρία και το θάνατο του
Τσαμαδού, ένας νεαρός μούτσος από το μπρίκι του καπετάνιου, απαρηγόρητος άρπαξε
το αναμμένο λυχνάρι από το εικονοστάσι και πήγε να βάλει φωτιά στην
μπαρουταποθήκη, φωνάζοντας: «Τι τη θέλουμε τη ζωή αφού ο καπετάνιος μας
χάθηκε;».[75]
Γενικά η θέση του αρχηγού ήταν κοντά στους άντρες του. Αυτό, άλλωστε είχε
καθιερώσει η παλιά πολεμική παράδοση. Συγκινητική είναι η αναφορά του γιατρού Julius Millingen, πάλι από
τη Σφακτηρία, όταν το πλήρωμα του «Άρη» δεν έφευγε χωρίς τον καπετάνιο του, παρόλο
που το λιμάνι είχε γεμίσει με αιγυπτιακά καράβια και στρατεύματα. Έφυγαν, παρά
μόνο, όταν κατάλαβαν τον βέβαιο χαμό του πλοιάρχου τους.[76]
Όσον αφορά
την υπακοή του πληρώματος, επομένως, διαπιστώνουμε ότι η αυτή δεν στηριζόταν στη
λογική αλλά στο αίσθημα. Δεν υπάκουαν, γιατί γνώριζαν ότι η εκστρατεία είχε
προσεκτικά προπαρασκευαστεί, ο ανεφοδιασμός ήταν εξασφαλισμένος, οι υπηρεσίες πληροφοριών
ήταν οργανωμένες και ο καταμερισμός των κερδών ασφαλής, αλλά υπάκουαν στον λόγο
του καπετάνιου εγγυητή των μισθών τους. Τα στρατιωτικά και ηθικά του χαρίσματα,
απλά κατοχύρωναν την συνέπεια του απέναντι στους ναύτες του αλλά και απέναντι
στον εθνικό αγώνα. Ο ιδιωτικός χαρακτήρας των επαναστατικών στόλων, προκαλούσε
την συχνή ανυπακοή και δυσαρέσκεια των πληρωμάτων, τη στιγμή που η κεντρική
κυβέρνηση δεν είχε τη δύναμη αλλά και τη θέληση να επιβάλλει την εξουσία της.
Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από τον Emerson, ο οποίος μιλώντας για τους έλληνες ναυτικούς, έλεγε τα εξής: «περήφανοι
για την ελευθερία που πρόσφατα κέρδισαν δεν δέχονταν κανένα περιορισμό και ούτε
ήθελαν να ακούσουν τη λέξη υπακοή».[77]
Έτσι, ο καπετάνιος απόφευγε τις σκληρές τιμωρίες που θα μπορούσαν να
προκαλέσουν ρήξη ανάμεσα σε αυτόν και το πλήρωμα και προσπαθούσε να λύνει τα προβλήματα
με επιδέξιους χειρισμούς. Περισσότερο όμως ενδιαφέρουσα από την περιγραφή μας είναι
η αφήγηση ενός ενδιαφέροντος περιστατικού από τον Waddington: «Βρισκόμουν στο λιμάνι της Ύδρας με τον δημοφιλέστατο Μιαούλη. Περίμενε
όρθιος στο μουράγιο μισή ώρα τους ναύτες του δικού του καραβιού που μπεκροπίναν
στο γειτονικό κρασοπουλειό. Κι όταν φάνηκαν κάποτε, ολότελα ανυποψίαστοι για την
έλλειψη πειθαρχίας, ο καλός ναύαρχος μου εξομολογήθηκε χαμηλόφωνα πως μαζεύτηκαν
γρηγορότερα από όσο περίμενε».[78]
2. Ψυχολογία των πολεμικών ηθών. Αιχμάλωτοι, αρπαγές και
θρησκευτικός φανατισμός
Με το φύσημα
ευνοϊκού ανέμου ξεκινούσε η επίθεση. Συναγερμός στα καταστρώματα. Ετοιμάζονταν
τα κανόνια, φράζονταν τα παραπέτα και υψωνόταν η ελληνική σημαία που ήταν το
μήνυμα προπαρασκευής για δράση. H μυρωδιά του λιβανιού που καιγόταν στις
καμπίνες απλωνόταν σε όλο το καράβι. Οι ναυτικοί αυτοί, που επάνδρωναν τα
σιτοκάραβα του Αγώνα, ήταν γεμάτοι ενεργητικότητα για να καταφέρουν ένα πλήγμα
σ’ έναν εχθρό μπροστά στον οποίο υστερούσαν.[79]
Οι συγκρούσεις ήταν άγριες. Αλαλαγμοί, προτροπές, βρισιές και οι φωνές των
τραυματισμένων ανακατώνονταν με τους πυροβολισμούς και τα χτυπήματα των
γιαταγανιών.[80] Στις
στιγμές αυτές, όμως, ξυπνούσε μια άγρια επιθετικότητα που οδηγούσε πολλές φορές
σε μια ισοπέδωση των ηθικών αξιών. Ο κυριότερος ψυχολογικός παράγοντας, που
ωθούσε τους έλληνες ναυτικούς σε αιματηρές πράξεις εναντίον των Οθωμανών ήταν η
ανταπόδοση και η εκδίκηση για τα δεινά που υπέστησαν οι ίδιοι και οι πρόγονοί
τους, στη διάρκεια της μακραίωνης οθωμανικής κυριαρχίας.[81]
Έτσι, λοιπόν, το αρχέγονο μίσος και η απελπισία του δύσκολου πολέμου στη
θάλασσα γέννησαν την άκαμπτη σκληρότητα, η οποία δυνάμωνε όταν έφταναν ειδήσεις
για κακοποιήσεις ή σφαγές ελληνικών πληθυσμών. Το μίσος γενικευόταν και ήταν
επόμενο οι έλληνες αγωνιστές να ξεσπούν σε βάρος των αιχμαλώτων.
Οι
άντρες αιχμάλωτοι και των δυο παρατάξεων θανατώνονταν σχεδόν πάντα, χωρίς όμως
τις ταπεινώσεις και τα βασανιστήρια που παρατηρήθηκαν στον πόλεμο στην ξηρά. Οι
έλληνες αγωνιστές ύστερα από κάποια πετυχημένη επιχείρηση αποτελείωναν με
συνοπτικές διαδικασίες τους εχθρούς που επέβαιναν σε μικρά πλοιάρια, όπως
σακολέβες και σκαμπαβίες. Μέσα στην ένταση της μάχης και στην προσπάθεια
διαφυγής, συνήθως κάποιου πυρπολικού, δεν υπήρχε χρόνος για βασανιστήρια των
αιχμαλώτων. Γι αυτό και οι αναφορές σε τέτοια περιστατικά ήταν απλές χωρίς
πολλές λεπτομέρειες: «συνέλαβον δυο σακολέβας, σφάξαντες τους εν αυταίς».[82]
Την ίδια τύχη είχαν και οι αιχμάλωτοι από μεγάλα πολεμικά και εμπορικά πλοία
των αντιπάλων: «από το κορβέτο επιάσαμεν και ημείς τρεις τούρκους, τους δυο
τους εσκότωσαν οι ναύται, τον έτερον επήραμεν πάνω».[83]
Τι γινόταν με αυτούς που δεν τους σκότωναν; Άλλοι μεταβάλλονταν σε σκλάβοι και
στέλνονταν είτε για εργασίες στα νησιά, είτε παρέμεναν στο καράβι και
χρησίμευαν σε διάφορες δύσκολες αγγαρείες, ενώ, τέλος, άλλοι μπορούσαν να
χρησιμεύσουν ως πληροφοριοδότες.[84]
Οι αιχμάλωτοι στα καράβια έπρεπε να υποστούν τις συχνές προσβολές και τα
ξυλοφορτώματα από τους ναύτες και τον καπετάνιο: «πάνω στην ένταση των
προετοιμασιών για το γεύμα, στο οποίο θα παρευρίσκονταν και άλλοι πλοίαρχοι, ο
καπετάνιος χτύπησε άσχημα έναν ανυπάκουο τούρκο σκλάβο, που βρισκόταν αρκετό
καιρό στο καράβι».[85]
Ενώ άλλες φορές η ανυπακοή και η υπεροψία τους οδηγούσε στην κρεμάλα.[86]
Πέρα όμως από τις εικόνες
σκληρής βίας που αποτυπώνονται στα πολεμικά γεγονότα στη θάλασσα,
παρουσιάστηκαν και ανθρωπιστικές εξαιρέσεις. Οι ναύτες προστάτευαν τις γυναίκες
και τα παιδιά που αιχμαλώτιζαν, κυρίως, κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων στη
στεριά. Ο Παπασλιώτης, περιγράφοντας την διάσωση δυο Οθωμανίδων με τα παιδιά
τους από τον Παπανικολή, σκιαγραφεί τα ανθρωπιστικά αισθήματα των ναυτικών:
«όσον τολμηρός και ακάθεκτος ην εν ταις επιθέσεσι και μάχαις, τόσον μεταβάλλετο
εις ήπιον και φιλεύσπλαχνον».[87]
Και προσθέτει ότι μετά την επιχείρηση οι άμαχοι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στο
πλοίο, όπου δέχτηκαν τις φροντίδες του πληρώματος.[88]
Οι άμαχοι αιχμάλωτοι θεωρούνταν ιδιοκτησία του
νικητή και πολλές φορές χρησίμευαν ως αντικείμενα κερδοσκοπίας. Γενικά
πουλούσαν τις γυναίκες και τα παιδιά σε διάφορους πλούσιους Οθωμανούς, κυρίως
μη επαναστατημένων περιοχών: «Εσυνάξαμεν όλας τας γυναίκας Τούρκας εις το
καράβι μας ούσας υπερ τας 50 ψυχάς και μετ’ ολίγον κοινή γνώμη τας εμβαρκάραμεν
εις δυο μύστικα καθώς και τους δυο απεσταλμένους και τας εστείλαμεν προς τα
παράλια να βγάλουν έξω τους απεσταλμένους να φέρουν αυτοί άνωθεν εκεί τον Αγά και να ομιλήσουν περί εξαγοράς».[89]
Άρρηκτα συνδεδεμένη με την εκδικητική
διάθεση των ναυτικών ήταν η αρπαγή ή λεηλασία. Το κίνητρο αυτό εκδηλώθηκε ευθύς
με την επανάσταση και συνόδευε όλες τις φάσεις του θαλάσσιου αγώνα. H ελπίδα
της αρπαγής λαφύρων καθόριζε καμιά φορά τον αντικειμενικό σκοπό τις εκστρατείας
ή μετέτρεπε τα αρχικά σχέδια αυτής προς εκτροχιασμό των γενικότερων στρατηγικών
κερδών. H κεντρική διοίκηση έστελνε αυστηρές διαταγές προς τους ναυάρχους
σχετικά με την διανομή των λειών.[90] H αυστηρή τήρηση των σχετικών
διατάξεων είχε σημασία προκειμένου να μην δυσφημιστούν οι έλληνες ναυμάχοι ως
πειρατές.
Ωστόσο, πολλές φορές η διάθεση
λαφυραγωγίας γινόταν αφορμή για απειθαρχίες ναυτικών. Τα παράλια της Μικράς
Ασίας αλλά και των ελληνικών νησιών, που δεν συμμετείχαν ενεργά στον Αγώνα,
δεινοπάθησαν αρκετές φορές. Ο Waddington αναφέρει σχετικά: «H θέα ενός
κοπαδιού στα λιβάδια κάποιας γειτονικής ακτής ήταν ικανή να μεταμορφώσει την
υπακοή των Ελλήνων ναυτικών στην έσχατη απείθεια».[91] Ο προβληματισμός των καπετάνιων ήταν
έντονος και πολλές φορές προσπάθησαν να σταματήσουν τις αρπαγές, αλλά «εις μάτην
διότι κάθε καραβοκύρης μιας βάρκας ενομίζετο βασιλεύς και συμβουλήν μεγαλυτέρου
δεν ήκουεν».[92] Όμως, τα μεγαλύτερα προβλήματα που
δημιουργούσαν οι διαθέσεις λαφυραγωγίας ήταν η διχόνοια μέσα στο πλήρωμα, ειδικά
αν το αιχμαλωτισμένο πλοίο μετέφερε πολύτιμα αντικείμενα, αλλά και η αμοιβαία
καχυποψία, αφού τα πολυτιμότερα λάφυρα κρύβονταν και τα πληρώματα συχνά
«άρχιζαν να μουρμουρίζουν, όταν άρχισεν η αναζήτησις τις υποθέσεως ταύτης».[93]
Οι εικόνες
της βίας και της ολοκληρωτικής καταστροφής, που συνόδευαν τον θαλάσσιο αγώνα,
επιβάλλονταν από τα κελεύσματα μιας πρωτόγονης επαναστατικότητας, η οποία μέσω
της «μυθικής» νοηματοδότησης του κόσμου (πρόνοια, ποινή, συντέλεια),
νομιμοποιούσε τέτοιες τελετουργίες. Οι αγωνιζόμενοι δρούσαν με την πίστη πως η
Θεία Πρόνοια κινούσε το σύμπαν τους, ακόμα και στις λεπτομέρειες του. Για τη
θεία παρουσία στις θαλάσσιες συγκρούσεις, πολλά παραδείγματα μπορούν να
εντοπιστούν στις διάφορες πηγές, όπου κάθε ιστορική στιγμή προσλάμβανε
εσχατολογική σημασία και διεξαγόταν με την ενεργό συμμετοχή του ίδιου του Θεού:
«πλήν ο Θεός εις ολίγον μας μετέτρεψε την λύπην εις χαράν (ω των θαυμασίων σου,
Χριστέ βασιλεύ!). Ευθύς έφερεν ένα σύννεφον μ’ ολίγον αέρα από την ξηράν, και
υπήγεν οπίσω το μπουρλόττον εις το δελίνι […] και τότε ήρχισε και ήναψε το
δελίνι, και εις ολίγον διάστημα εκατεκάη μ’ όλους τους ανθρώπους οπού είχεν».
Στη διάρκεια της ναυμαχίας οι έλληνες ναυτικοί, σύμφωνα με τον Jarvis, πίστευαν
ότι οι εχθρικές μπάλες από τα οθωμανικά πλοία δεν μπορούσαν να τους βλάψουν,
διότι τα ελληνικά πλοία τα προστάτευε ο Θεός επειδή είναι χριστιανικά.[94]
Ενώ, κάθε φορά που ο εχθρικός στόλος δεχόταν πλήγμα από κάποιο πυρπολικό, οι
Έλληνες απεύθυναν «ευχαριστίαι εις τον Παντοδύναμον». [95]
Επίσης, στην
ανάπτυξη του θρησκευτικού φανατισμού πολύ θα συνέβαλε και ο αντίστοιχος
φανατισμός των Οθωμανών με τις κατά τόπους σφαγές κληρικών και αρχιερέων, με
τις καταστροφές ναών κ.ά. Έτσι π.χ. η είδηση του απαγχονισμού του Πατριάρχη
οδήγησε τους Υδραίος στην σφαγή των προσκυνητών και σαράντα εμίρηδων που πήγαιναν
στη Μέκκα, τον Μάιο του 1821.[96]
Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι η θρησκεία προσέδιδε στον θαλάσσιο πόλεμο ένα
χαρακτήρα που δεν επέτρεπε καμία υπαναχώρηση. Δύσκολα δέχεται κάποιος τον
συμβιβασμό όταν θεωρεί πως έχει τον Θεό με το μέρος του.[97]
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Συμπερασματικά μπορούμε να παρατηρήσουμε
ότι ο αγώνας στη θάλασσα διαμορφώθηκε επάνω στην παράδοση των ναυτικών
κατορθωμάτων του 18ου αιώνα. Παρά τα φιλόδοξα σχέδια των εμπνευστών
του Αγώνα, άντλησε περισσότερα από την πείρα των ναυτικών, που όργωσαν τη
Μεσόγειο διασπώντας τον αποκλεισμό γαλλικών λιμανιών και πολεμώντας με αλγερινούς
κουρσάρους, παρά από τις επιχειρησιακές στρατηγικές ενός οργανωμένου ναυτικού. H
μελέτη της καθημερινής ζωής και της δράσης των ναυμάχων του Αγώνα αποδεικνύει
ότι αυτοί συνδύασαν τις εδραιωμένες γνώσεις των παλιών ναυτικών με τις
καινούργιες εμπειρίες που αποκτούσαν ως στρατιωτικοί ηγέτες στα πεδία των μαχών.
Σε τελική ανάλυση, η ανδρεία, η αυταπάρνηση, η προσωπική παλικαριά και η θρησκευτική
ευλάβεια, που αποτελούσαν την πολυτιμότερη κληρονομιά της ελληνικής εμπορικής εποποιίας
του 18ου αιώνα, αναπλήρωσαν λαμπρά τις οργανωτικές αδυναμίες του
επαναστατικού στρατού. Τέλος διαπιστώσαμε ότι πίσω από τις ηρωικές εικόνες μιας
ένδοξης ιστορίας, κρύβεται ένα δύσκολο καθημερινό οδοιπορικό, με το
προκαθορισμένο πρόγραμμα, τις μονότονες αγγαρείες και τα ήθη μιας απομονωμένης
ζωής γεμάτη με απρόβλεπτους κινδύνους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
·
ΑΛΕΞΑΝΔΡHΣ, Κ. Α., Το ναυτικό του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος 1821-1829 και η δράσις των
πυρπολικών, εκδ. Σύλλογος προς διάδοσιν ωφέλιμων βιβλίων, Αθήνα, 1968.
·
ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, Α., Ε., Ιστορία του νέου ελληνισμού.
Η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821-1829). Η εσωτερική κρίση (1822-1825).
Στρατιωτικές επιχειρήσεις, διπλωματικές και πολιτικοκοινωνικές ζυμώσεις, ο πρώτος
διχασμός, φυσικό περιβάλλον, παραδοσιακοί οικισμοί και λαός, τόμ. 6, χ.
εκδ, Θεσσαλονίκη, 1982.
·
ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, Α., Φήμες και διαδόσεις κατά την ελληνική επανάσταση του 1821. Συμβολή στην
ψυχολογία των ελληνικών επαναστατικών όχλων, Επιστημονικές Επετηρίδες
Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, τόμ. ΣΤ’, Θεσσαλονίκη, 1950,
σελ. 209 έως 229.
·
ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, Α., Τα ελληνικά
στρατεύματα του 1821. Οργάνωση, ηγεσία, τακτική, ήθη, ψυχολογία, χ. εκδ.,
Θεσσαλονίκη, 1948.
·
ΓΕΩΡΓΙΑΔHΣ, Α., Γ., Ιστορικά κείμενα της Επαναστάσεως του Εικοσιένα: από τα χειρόγραφα του
Τζώρτζ Τζάρβις, εκδ. Κέντρον Νεοελληνικών Μελετών, Θεσσαλονίκη, 1967.
·
ΓΡHΓΟΡΙΑΔHΣ, Ε., H έξοδος του “Άρεως”-26 Απριλίου 1825. Επί τη 150ετηρίδι της ηρωικής
εξόδου του θρυλικού καραβιού από τον όρμο του Ναυαρίνου, εκδ. Άλτις, Αθήνα,
1975.
·
ΓΡHΓΟΡΙΟΥ, Ε.,
Θ., Ο πυρπολητής Κωνσταντίνος Κανάρης
(Βιογραφία),εκδ. Τυπογρ. Τσινίκα-Καλογεροπούλου, Αθήνα,
1940.
·
COLONEL VOUTIER, Απομνημονεύματα, τόμ. 11, μετάφραση από τα γαλλικά: ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ, Γ., εκδ. Τσουκαλά, Αθήνα, 1956.
·
ΔΙΑΜΑΝΤΑΡΑΣ, Α., Σ., Εν επεισόδιον της ελληνικής επαναστάσεως.
Καταστροφή δυο τουρκικών πλοίων υπό των
Καστελλοριζίων εν τω κόλπω της Αττάλειας, Δελτίον της Ιστορικής και
Εθνολογικής Εταιρίας της Ελλάδος, τόμ. 6, Αθήνα, 1901, σελ. 51 έως 62.
·
DE
LA
GRAVIERE,
J.,
Ιστορία του αγώνα των Ελλήνων για την
ανεξαρτησία (1821-1833). Κυρίως του ναυτικού, μετάφραση από τα γαλλικά:
ΡΑΔΟΣ, Κ., εκδ. Μπάιρον, Αθήνα, 1988.
·
EMERSON,
J., A picture of Greece in 1825: as
exhibited in the personal narratives of James Emerson, Esq., Count Pecchio and
W. H. Humphreys, Esq., consisting a detailed account of the events of the late
campaing and sketches of the principal military, naval and political chiefs, τόμ. 1., εκδ. Henry Colburn, New Burlington street, London, 1826.
·
GORDON,
T.,
Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως, τόμ. 1, μετάφτασι από τα αγγλικά: ΒΡΑΧΑΣ,
Φ., εκδ. Μπάιρον, Αθήνα, χ.χ.
·
ΚΟΡΟΜHΛΑ, Ε., και ΚΟΚΚΙΝΟΣ, Γ., (επιμ.), Αρχεία της
Ελληνικής Παλιγγενεσίας. Ανθολόγιο, εκδ.
Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα, 2002.
·
ΚΟΤΖΙΑΣ, Ν., Τα καθ’ημάς ναυτικά, εκδ. Σακελλαρίου, Αθήνα, 1869.
·
ΚΟΥΛΙΚΟΥΡΔH, Γ., Ο
"Αλέξανδρος" του Χατζή Αλεξανδρή : ένα πολεμικό καράβι των Ψαρών,
ημερολόγιο και δράση( 1821-1838), χ. εκδ., Αθήνα, 1972.
·
ΚΡΙΕΖHΣ, Α., Απομνημονεύματα
(Γκιορνάλε δια την ανεξαρτησία του έθνους). Απομνημονεύματα αγωνιστών του 21, τόμ. 8, εκδ. Τσουκαλά, Αθήνα, 1956.
·
ΚΩΝΣΤΑΣ, Π., Ε., Ναυτική εποποιία του 1821, εκδ. Αρχηγείου Ναυτικού, Αθήνα, 1971.
·
ΛΙΣΑΜΑΝHΣ, Δ., H παροιμιώδης ευσέβεια των Ναυμάχων του 1821. H άγνωστη πλευρά τους, Ναυτική
Επιθεώρηση, τόμ, 171, Αθήνα, 2010-2011, σελ. 19 έως 27.
·
MILLINGEN,
J., Memoirs of the affairs of Greece,
containing an account of the military and political events, which occurred in
1823 and following years. With various anecdotes relating to Lord Byron and an
account of his last illness and death, εκδ. Printed for John Rodwell-Bond-street, London, 1831.
·
ΝΙΚΟΔHΜΟΣ, Κ., Απομνημονεύματα
εκστρατειών και ναυμαχιών του ελληνικού στόλου, εκδ. Τυπογρ. Μαυρομμάτη,
Αθήνα, 1862.
·
ΝΙΚΟΔHΜΟΣ, Κ., Υπόμνημα της νήσου Ψαρών, τόμ. 1, εκδ. Τυπογρ. Μαυρομμάτη, Αθήνα,
1862.
·
ΟΡΛΑΝΔΟΣ, Α., Ναυτικά, ήτοι ιστορία των κατά τον υπέρ ανεξαρτησίας της Ελλάδος αγώνα
πεπραγμένων υπό των τριών ναυτικών νήσων, ιδίως δε των Σπετσών, τόμ.1-2,
εκδ. Τυπογρ. Χ. Ν. Φιλαδελφέως, Αθήνα, 1869.
·
ΠΑΠΑΡΡHΓΟΠΟΥΛΟΣ, Κ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. 6, μέρος
Α’, εκδ. Ελευθερουδάκης, Αθήνα, χ.χ.
·
ΠΑΠΑΣΛΙΩΤHΣ, Γ., Βίος Δ. Γ. Παππανικολή εκ Ψαρρών, εκδ. Τυπογρ. Ν. Βαρβαρέσου
Ψαρριανού, Ερμούπολη, 1865.
·
ΡΑΔΟΣ, Κ., Το ημερολόγιο της ψαριανής μοιραρχίδος «ΦΙΛΟΚΤHΤHΣ» (10 Απριλίου
1821-25 Ιουνίου1824), Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας της
Ελλάδος, τόμ. 9, Αθήνα, 1926, σελ. 322 έως 362.
·
RAYBAUD,
M., Mèmoires sur la Grèce pour servir a lʼhistoire de la guerre de
indépendence, accompagnes de plans topographiques, τόμ. 1, χ. έκδ., Paris, 1824.
·
ΡΑΦΑHΛ, Ε., Α., Συνοπτική ιστορία των ελληνικών ναυμαχιών, τόμ. 1, εκδ. Τυπογρ.
Λαζ. Δ. Βιλλαρά, Αθήνα, 1871.
·
ΣΑΧΤΟΥΡHΣ, Γ., ΚΟΥΣΟΥΛΙΝΟΣ, Σ., Ιστορικά ημερολόγια του ναυτικού αγώνος του
1821. Εκ των πρωτοτύπων ημερολογίων αυτού, εκδ. Τυπογρ. Κουσουλίνου και
Αθανασιάδου, Αθήνα, 1890.
·
ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, Κ., Πώς είδαν οι
ξένοι την Ελλάδα του ´21, τόμ. 1-4, χ. έκδ., Αθήνα, 1982.
·
ΣΙΜΨΑΣ, Μ., Το ναυτικό στην ιστορία των Ελλήνων, τόμ. 3-4, εκδ. Πολεμικό
Ναυτικό, Αθήνα, 1982.
·
ΣΠHΛΙΑΔHΣ, Ν., Απομνημονεύματα,
ήτοι, ιστορία της επαναστάσεως των Ελλήνων, τόμ. 1, εκδ. Ινστιτούτο
Διεπιστημονικών Ερευνών Ανάπτυξης της Νεωτέρας Ελλάδος Χαρίλαος Τρικούπης,
Αθήνα, 2007.
·
ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ, Τ., Α., Ο εσωτερικός αγώνας πριν και κατά την
επανάσταση του 1821, τόμ. 3, εκδ. Κάλβος, Αθήνα, 1973.
·
ΤΡΑΪΜΠΕΡ, Ε., Αναμνήσεις από την Ελλάδα
1822-1828. Ανέκδοτο χρονικό του Αγώνος, μετάφραση από τα γερμανικά: ΑΠΟΣΤΟΛΙΔHΣ,
Χ., χ. εκδ., Αθήνα, χ.χ.
·
ΤΣΑΜΑΔΟΣ, Α., ΠΑΤΡΑΣ, Ν. Δ., Ιστορικά
ημερολόγια των ελληνικών ναυμαχιών του 1821 : εκ των ημερολογίων του ναυμάχου
Αν. Τσαμαδού, εκδ. Τυπογρ. Σπυρίδων Κουσουλίνος,
Αθήνα, 1886.
·
ΦΙΛHΜΩΝ, Ι., Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως, τόμ. 3, εκδ. Τυπογρ. Π. Σούτσα και Α. Κτήνα, Αθήνα,
1860
·
ΧΑΤΖHΑΝΑΡΓΥΡΟΥ,
Α., Τα σπετσιώτικα. Συλλογή
ιστορικών εγγράφων αφορώντων τα κατά την ελληνικήν επανάστασιν του 1821 (εκ των
αρχείων της νήσου Σπετσών και του κράτους), τόμ. 2-3, εκδ.
Τυπογρ. Σφαίρα, Πειραιάς, 1926.
[1] EMERSON, J., A picture of Greece in 1825: as exhibited in
the personal narratives of James Emerson, Esq., Count Pecchio and W. H.
Humphreys, Esq., consisting a detailed account of the events of the late
campaing and sketches of the principal military, naval and political chiefs,
σελ. 186.
[2]
ΧΑΤΖHΑΝΑΡΓΥΡΟΥ, Α., Τα σπετσιώτικα. Συλλογή ιστορικών εγγράφων
αφορώντων τα κατά την ελληνικήν επανάστασιν του 1821 (εκ των αρχείων της νήσου
Σπετσών και του κράτους), τόμ. 3, σελ. 32, 81.
[3]
EMERSON, όπ. παρ.,
υποσ. 1, σελ. 192. Σημειώνει, μάλιστα ότι στο πλοίο του Σαχίνη επικρατούσε η
μεγαλύτερη καθαριότητα και υποδειγματική τάξη από κάθε άλλο πλοίο του ελληνικού
στόλου. Στο ίδιο, σελ. 188.
[4] ΚΟΤΖΙΑΣ, Ν., Τα καθ’ημάς ναυτικά, σελ. 24.
[5]
ΣΙΜΨΑΣ, Μ., Το ναυτικό στην ιστορία των
Ελλήνων (Χρόνια του ζόφου-λυτρωτικός πόλεμος), τόμ. 3, σελ. 218.
[7]
ΣΑΧΤΟΥΡHΣ, Γ., ΚΟΥΣΟΥΛΙΝΟΣ, Σ., Ιστορικά
ημερολόγια του ναυτικού αγώνος του 1821. Εκ των πρωτοτύπων ημερολογίων αυτού,
σελ. 82.
[8]
EMERSON, όπ. παρ.,
υποσ. 1, σελ. 186-187.
[10]
ΧΑΤΖHΑΝΑΡΓΥΡΟΥ, όπ. παρ., υποσ. 4, σελ.
58. Σε άλλη περίπτωση αφηγείται: «εις τας 3 ώρας της ημέρας, μας έστειλον οι
εδώ εντόπιοι (Σαντοριναίοι) μίαν σκούναν με κρασί δωρεάν, εκ του οποίου τʼ ανάλογόν μας βαρέλας επτά και ¾». Στο ίδιο,
σελ. 58.
[11]
ΤΡΑΪΜΠΕΡ, Ε., Αναμνήσεις από την Ελλάδα 1822-1828. Ανέκδοτο χρονικό του Αγώνος,
σελ. 88
[12]
Στο ίδιο, σελ. 89.
[13]
ΡΑΔΟΣ, Κ., Το ημερολόγιο της ψαριανής
μοιραρχίδος «ΦΙΛΟΚΤHΤHΣ» (10 Απριλίου 1821-25 Ιουνίου1824), σελ.330.
[14]
Το γεύμα των στρατιωτών του πεζικού, σύμφωνα με τον Βακαλόπουλο, αποτελούνταν
από πολύ ψωμί, άφθονες ελιές και κρασί. Ενώ, μια φορά την εβδομάδα έτρωγαν
ψητό. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, Α., Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821. Οργάνωση, ηγεσία,
τακτική, ήθη, ψυχολογία, σελ. 174.
[15]
ΑΛΕΞΑΝΔΡHΣ, Κ. Α., Το ναυτικό του υπέρ
ανεξαρτησίας αγώνος 1821-1829 και η δράσις των πυρπολικών, σελ. 42. Όπως
χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σιμψάς: «ουσιαστικά ο στόλος, ήταν ένας στόλος από
ιδιωτικά πλοία, που τα κινούσε το κοινό υλικό συμφέρον και ο κοινός πόθος για
τη λευτεριά. Αυτό είναι απαραίτητο να το θυμόμαστε σε κάθε περίπτωση,
διαφορετικά δεν θα δούμε με σωστή προοπτική ορισμένα χαρακτηριστικά του».
ΣΙΜΨΑΣ, όπ. παρ., υποσ. 3, σελ. 207.
[16]
Για το ζήτημα των διαδόσεων και της συμβολής τους στην ψυχολογία των
επαναστατών βλ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, Α., Φήμες
και διαδόσεις κατά την ελληνική επανάσταση του 1821. Συμβολή στην ψυχολογία των
ελληνικών επαναστατικών όχλων, σελ. 209 et seq.
[17]
ΠΑΠΑΡΡHΓΟΠΟΥΛΟΣ, Κ., Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους, τόμ. 6, μέρος Α’, σελ. 31.
[18]
ΡΑΔΟΣ, όπ. παρ., υποσ. 10, σελ. 331.
[19]
ΠΑΠΑΡΡHΓΟΠΟΥΛΟΣ, όπ. παρ., υποσ. 14, σελ. 31.
[20]
ΧΑΤΖHΑΝΑΡΓΥΡΟΥ, όπ. παρ., υποσ. 4, σελ.
105.
[21]
Στο ίδιο, σελ. 93.
[22]
Στο ίδιο, σελ. 17, 61, 44.
[23]
Την καλύτερη εικόνα για τις δυσκολίες που βίωναν οι τραυματίες στην ξηρά, μας
τη δίνει ο Φιλήμων: «ελλείποντος οιουδήτινος νοσοκομείου στρατιωτικού, οι
τραυματίαι και ασθενείς παρεπέμπετο εις τα οικίας αυτών, ή εις την πλησιεστέραν
πόλιν, ή μονήν ή χωρίον· άλλως, οι στρατιώται ενοσοκόμουν τούτους, τυγχάνοντας
αλλοδαπούς μάλιστα, όπου και όπως ηδύναντο· γραία δε τις, ή κουρεύς, ή μοναχός,
ή εμπειρικός επεσκέπτοντο αυτούς, πολλάκις στερούμενοι και αυτών των
προχειροτέρων οργάνων και μέσων» ΦΙΛHΜΩΝ, Ι., Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως, τόμ. 3, σελ.
λθ’.
[24]
ΤΣΑΜΑΔΟΣ, Α., ΠΑΤΡΑΣ,
Ν. Δ., Ιστορικά ημερολόγια των
ελληνικών ναυμαχιών του 1821 : εκ των ημερολογίων του ναυμάχου Αν. Τσαμαδού,
σελ. 36-37. Ο
μικρός ήταν ναύτης και υπηρετούσε σε οθωμανικό πλοίο: μας είπεν ότι είναι
χριστιανός, ότι ονομάζεται Σκαρλάτος, δυναστικώς τον επήραν εις το ντελίνι και
εδούλευεν υπό κάτω εις τον μαραγγόν».
[25]
ΚΡΙΕΖHΣ, Α., Απομνημονεύματα
(Γκιορνάλε δια την ανεξαρτησία του έθνους). Απομνημονεύματα αγωνιστών του 21, τόμ. 8, σελ. 22-23.
[26]
ΤΣΑΜΑΔΟΣ, όπ. παρ., υποσ. 21, σελ. 65.
[28] RAYBAUD, M., Mèmoires sur la
Grèce pour servir a lʼhistoire de la guerre de indépendence, accompagnes de plans
topographiques, τόμ. 1,
σελ. 360, υποσ. 1.
[29]
ΤΣΑΜΑΔΟΣ, όπ. παρ., υποσ. 21, σελ. 46. Λίγο πιο κάτω, στην ίδια σελίδα,
περιγράφονται τρεις τοκετοί και μια αποβολή, εντός του καραβιού. Είναι,
μάλιστα, χαρακτηριστική η φροντίδα που δινόταν στα νεογέννητα και στις λεχώνες.
[30]
ΣΙΜΨΑΣ, Μ., Το ναυτικό στην ιστορία των
Ελλήνων, τόμ. 4, σελ. 127.
[31]
ΣΑΧΤΟΥΡHΣ, όπ. παρ., υποσ. 5, σελ. 12.
[32]
Στο ίδιο, σελ. 15. Στην ίδια εκστρατεία, όπως μας πληροφορεί ο Σαχτούρης, δεν
διέθετε γιατρό ούτε το καράβι του Μιαούλη, αφού όταν αναζήτησε ιατρική βοήθεια
για δυο ναύτες του, ο ναύαρχος του είπε ότι δεν έχει. Στο ίδιο, σελ. 13.
[36]
ΓΡHΓΟΡΙΑΔHΣ, Ε., H έξοδος του “Άρεως”-26
Απριλίου 1825. Επί τη 150ετηρίδι της ηρωικής εξόδου του θρυλικού καραβιού από
τον όρμο του Ναυαρίνου, σελ. 10-11. Παρόμοια σκηνή περιγράφεται και στο ημερολόγιο
του Ηρακλή: «ήλθε και ο Μακαριώτατος Αλεξανδρείας συμβουλεύοντας όλον τον
Ελληνικόν στόλον, και εμψυχώνοντάς τον μετά παρακλήσεως, αγιασμού και
εκφωνήσαντος ενός λογιδρίου εν τοις πλοίοις των Ναυάρχων». ΧΑΤΖHΑΝΑΡΓΥΡΟΥ, όπ. παρ., υποσ. 4, σελ. 19.
[37]
ΑΛΕΞΑΝΔΡHΣ, όπ. παρ., υποσ. 13, σελ. 25.
[38]
ΛΙΣΑΜΑΝHΣ, Δ., H παροιμιώδης ευσέβεια των
Ναυμάχων του 1821. H άγνωστη πλευρά τους, σελ. 26.
[39]
EMERSON, όπ. παρ.,
υποσ. 1, σελ. 191.
[40]
ΓΕΩΡΓΙΑΔHΣ, Α., Γ., Ιστορικά κείμενα της Επαναστάσεως
του Εικοσιένα: από τα χειρόγραφα του Τζώρτζ Τζάρβις, σελ. 30.
[41]
ΣΑΧΤΟΥΡHΣ, όπ. παρ., υποσ. 5, σελ. 49-50. Ενδιαφέρον παρουσιάζει παρακάτω και η
περιγραφή του εορτασμού των Χριστουγέννων από τον στόλο εν μέσω χιονιά με
κανονιοβολισμούς και έγερση σημαιών. Στο ίδιο, σελ. 159.
[42]
ΝΙΚΟΔHΜΟΣ, Κ., Απομνημονεύματα εκστρατειών και ναυμαχιών του ελληνικού στόλου,
σελ. 23-24.
[43]
ΤΣΑΜΑΔΟΣ, όπ. παρ., υποσ. 21, σελ. 117.
[44]
Στο ίδιο, σελ. 46. Φαίνεται ότι κάποια πλοία διέθεταν ιερέα ενώ αυτά που δεν
είχαν μπορούσαν με ειδικό σενιάλο από το σηματολόγιο να ζητήσουν όταν τον είχαν
ανάγκη: «έχω χρείαν Ιερέως». ΣΙΜΨΑΣ, όπ. παρ., υποσ. 28, σελ. 205.
[45]
ΚΡΙΕΖHΣ, όπ. παρ., υποσ. 24, σελ. 9.
[46]
ΚΟΥΛΙΚΟΥΡΔH, Γ., Ο
"Αλέξανδρος" του Χατζή Αλεξανδρή : ένα πολεμικό καράβι των Ψαρών,
ημερολόγιο και δράση( 1821-1838), σελ.
26-27.
[48]
ΚΟΥΛΙΚΟΥΡΔH, όπ. παρ., υποσ. 45, σελ. 27.
[49]
ΣΑΧΤΟΥΡHΣ, όπ. παρ., υποσ. 5, σελ. 110.
[50]
ΚΟΥΛΙΚΟΥΡΔH, όπ. παρ., υποσ. 45, σελ. 27.
[51]
ΚΡΙΕΖHΣ, όπ. παρ., υποσ. 24, σελ. 9.
[52]ΟΡΛΑΝΔΟΣ,
Α., Ναυτικά, ήτοι ιστορία των κατά τον
υπέρ ανεξαρτησίας της Ελλάδος αγώνα πεπραγμένων υπό των τριών ναυτικών νήσων,
ιδίως δε των Σπετσών, τόμ.1, σελ. 139-140. Ο Waddington υπολόγιζε
την ετήσια δαπάνη για κάθε καράβι σε 9.600 τάλιρα. ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, Κ., Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ´21, τόμ. 3, σελ. 448.
[53]
ΚΟΡΟΜHΛΑ, Ε., και ΚΟΚΚΙΝΟΣ, Γ.,
(επιμ.), Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας. Ανθολόγιο, σελ. 187-188.
[54] ΣΙΜΨΑΣ, όπ. παρ., υποσ. 5, σελ. 208. Σύμφωνα με το
ημερολόγιο της γολέτας «Ασπασία» του Ιωάννη Γ. Κούτση, ο πλοίαρχος, ο
υποπλοίαρχος, ο γραμματέας και ο ναύκληρος έπαιρναν μισθό που έφτανε τα 15
ισπανικά δίστηλα. Ο υποναύκληρος και οι πυροβολητές «α’ τάξεως» έπαιρναν 12 δίστηλα
και οι υπόλοιποι ναύτες από 10 δίστηλα. ΧΑΤΖHΑΝΑΡΓΥΡΟΥ, Α., Τα σπετσιώτικα. Συλλογή ιστορικών εγγράφων
αφορώντων τα κατά την ελληνικήν επανάστασιν του 1821 (εκ των αρχείων της νήσου
Σπετσών και του κράτους), τόμ. 2, σελ. 324-325.
[56]
ΑΛΕΞΑΝΔΡHΣ, όπ. παρ., υποσ. 13, σελ. 57-58.
[57]
ΣΑΧΤΟΥΡHΣ, όπ. παρ., υποσ. 5, σελ. 27.
[58] EMERSON, όπ. παρ., υποσ. 1,
σελ. 192.
[59] ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, Α., Ε., Ιστορία του νέου ελληνισμού.
Η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821-1829). Η εσωτερική κρίση (1822-1825).
Στρατιωτικές επιχειρήσεις, διπλωματικές και πολιτικοκοινωνικές ζυμώσεις, ο
πρώτος διχασμός, φυσικό περιβάλλον, παραδοσιακοί οικισμοί και λαός, τόμ. 6,
σελ. 894.
[60]
ΝΙΚΟΔHΜΟΣ, Κ., Υπόμνημα της νήσου Ψαρών,
τόμ. 1, σελ. 92.
[61] EMERSON, όπ. παρ., υποσ. 1,
σελ. 130.
[63]
ΑΛΕΞΑΝΔΡHΣ, όπ. παρ., υποσ. 13, σελ. 24.
[64]
DE LA GRAVIERE, J., Ιστορία
του αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία (1821-1833). Κυρίως του ναυτικού.
Μτφρ. ΡΑΔΟΣ, Κ., σελ. 78.
[65]
ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ,
όπ. παρ., υποσ. 35, σελ. 348.
[66]
ΑΛΕΞΑΝΔΡHΣ, όπ. παρ., υποσ. 13, σελ. 25.
[67]
ΣΑΧΤΟΥΡHΣ, όπ. παρ., υποσ. 5, σελ. 71.
[68]
ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, όπ. παρ., υποσ. 9, σελ. 346.
[69]
ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ, Τ., Α., Ο εσωτερικός
αγώνας πριν και κατά την επανάσταση του 1821, τόμ. 3, σελ. 163.
[70]
EMERSON, όπ. παρ.,
υποσ. 1, σελ. 192-193.
[71]
ΑΛΕΞΑΝΔΡHΣ, όπ. παρ., υποσ. 13, σελ. 79.
[72]
EMERSON, όπ. παρ.,
υποσ. 1, σελ. 189.
[73]
H φήμη τους αποτυπώνεται στα παρακάτω περιστατικό, από τις αναμνήσεις ενός ξένου
εθελοντή, ο οποίος συνάντησε την Μπουμπουλίνα: «καταλαβαίνετε την έκπληξη μας όταν
είδαμε αυτή την ηρωίδα που στο Παρίσι την παρουσίαζαν σαν τη Ζαν ντ’ Αρκ.
Έμοιαζε με τις ρυπαρές εμπόρισσες που πουλάνε τυριά στην αγορά του Παρισιού.
Αλλά αν εμείς σαστίσαμε βλέποντας την, εκείνη απόρησε περισσότερο όταν έμαθε
από τους Έλληνες πως την φανταζόμασταν στο Παρίσι. Ξέσπασε στα γέλια. Το ίδιο
κάναμε κι εμείς». ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, όπ. παρ., υποσ. 27, σελ. 413.
[74]
ΡΑΔΟΣ, όπ. παρ., υποσ. 10, σελ. 352.
[76] MILLINGEN, J., Memoirs of the affairs of Greece, containing
an account of the military and political events, which occurred in 1823 and
following years. With various anecdotes relating to Lord Byron and an account
of his last illness and death, σελ. 305.
[77]
EMERSON, όπ. παρ.,
υποσ. 1, σελ. 184.
[78]
ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, όπ. παρ., υποσ. 9, σελ. 449. H έλλειψη πειθαρχίας εμφανιζόταν και
στις πιο τυπικές διαδικασίες του καθημερινού προγράμματος. Ο Κριεζής περιγράφει
το εξής περιστατικό: «παρουσιάζονται 25 στρατιώτες μου, εις το κατάστρωμα του
πλοίου χωρίς να με χαιρετίσουν κατά το σύνηθες, αλλά ευθύς τρέχουν εις την
κάμαραν». ΚΡΙΕΖHΣ, όπ. παρ., υποσ. 25, σελ. 47.
[79]
Αναφέρει σχετικά ο Ορλάνδος: «Όθεν οι ναυτικοί μας επολέμουν με την
χαρακτηρίζουσαν αυτούς τότε αρχαϊκήν εκείνην αφέλεια και ανδρίαν, ως ζωηρότερα
παραδείγματα σπανίως απαντά τις εις τας ιστορίας όλου του κόσμου». ΟΡΛΑΝΔΟΣ, όπ.
παρ., υποσ. 52, σελ. 45.
[80]
Είναι εντυπωσιακή η περιγραφή μιας ναυμαχίας στον κόλπο της Αττάλειας, από τον
Δ. Χαβιαρά: «έπεσαν δυο κανόνια εις την κουβέρταν και εσκοτώθησαν έως είκοσι
Τούρκοι, τότε οι μεν Τούρκοι εζαλίσθησαν, οι δε Καστελλοριζιώται, επειδή το
μπαρόττι τους εκόντευσε δια να τελείωση
επολεμούσαν πλέον με ταις πέτραις. Τέλος έκαμαν ρεσάλτον με σπαθιά και ξύλα και
έτσι εσκότωσαν τους περισσότερους Τούρκους». ΔΙΑΜΑΝΤΑΡΑΣ, Α., Σ., Εν επεισόδιον της ελληνικής επαναστάσεως.
Καταστροφή δυο τουρκικών πλοίων υπό των
Καστελλοριζίων εν τω κόλπω της Αττάλειας, σελ. 54.
[81]
RAYBAUD, όπ. παρ.,
υποσ. 28, σελ. 467. Ο οποίος αναφωνεί: Ω τουρκικό έθνος! Λαέ κατακτητή και
καταπιεστή, σε τι σημείο έφερες τις καταχρήσεις της δύναμής σου, σε τι βαθμό
εξευτελισμού έφτασες τους ηττημένους, ώστε τη μέρα του ξεσηκωμού τους να
προβούν σε τέτοιες ωμότητες, σε μια δίψα του αίματός σου;»
[82]
ΟΡΛΑΝΔΟΣ, Α., Ναυτικά, ήτοι ιστορία των
κατά τον υπέρ ανεξαρτησίας της Ελλάδος αγώνα πεπραγμένων υπό των τριών ναυτικών
νήσων, ιδίως δε των Σπετσών, τόμ. 2, σελ. 93.
[83]
ΣΑΧΤΟΥΡHΣ, όπ. παρ., υποσ. 5, σελ. 71. Ενδεικτική και η περιγραφή από τον
Φιλοκτήτη: «προσέβαλον οι Υδραίοι εν βρίκιον εχθρικόν ερχόμενον εκ
Κωνσταντινουπόλεως με δώρα προς τον σατράπην της Αιγύπτου και κατασφάξαντες
αυτούς». ΡΑΔΟΣ, όπ. παρ., υποσ. 10, σελ. 326.
[84]
ΟΡΛΑΝΔΟΣ, όπ. παρ., υποσ. 82, σελ. 224. H τύχη των αιχμαλώτων που στέλνονταν
στα νησιά δεν ήταν πάντα καλή, αφού πολλές φορές αντιμετωπίζονταν άσχημα από
τους κατοίκους στο άκουσμα άσχημων ειδήσεων από τα πεδία των μαχών. ΡΟΖΟΣ, Ε.,
Γ., Οι νησιώτες του Αιγαίου στον Αγώνα.
Θέση και κατάσταση των νησιωτών του Αιγαίου στις παραμονές του 1821. H συμβολή
και οι θυσίες τους στον Αγώνα, σελ. 112. Βλ. και το ξέσπασμα των υδραίων
κατά μουσουλμάνων αιχμαλώτων, μόλις έμαθαν για την ανατίναξη ενός ελληνικού
πλοίου στο λιμάνι του νησιού. ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, όπ. παρ., υποσ. 35, σελ. 366-371.
[85]
EMERSON, όπ. παρ.,
υποσ. 1, σελ. 245.
[86]
ΣΑΧΤΟΥΡHΣ, όπ. παρ., υποσ. 5, σελ. 71
[87]
ΠΑΠΑΣΛΙΩΤHΣ, Γ., Βίος Δ. Γ. Παππανικολή
εκ Ψαρρών, σελ. 25.
[88]
Στο ίδιο, σελ. 25. Άλλες φορές η ανθρωπιστική μεταχείριση των αιχμαλώτων
επιτασσόταν από διάφορες προλήψεις των αγωνιστών. Για παράδειγμα, οι Έλληνες
έβλεπαν με αδιαφορία τις αιχμάλωτες γυναίκες και θεωρούσαν το βιασμό μεγάλη αμαρτία.
Τους βιαστές, έλεγαν, «οι σφαίρες θα τους έπιαναν, αν πήγαιναν στον πόλεμο
κηλιδωμένοι». Όσοι διέπρατταν ωμότητες εναντίον αμάχων χαρακτηρίζονταν ως
«ανάξιοι χριστιανοί» και οι θρησκόληπτοι συναγωνιστές τους πίστευαν ότι «το
αίμα τους δεν είναι πια αρκετά καθαρό για να χυθή κάτω από τη σημαία του
σταυρού». COLONEL VOUTIER, Απομνημονεύματα, μτφρ. Γ. Τσουκαλά, σελ. 155.
[89] ΡΑΔΟΣ,
όπ. παρ., υποσ. 10, σελ. 349.
[90] Για τις
σχετικές διατάξεις «περί διανομής των λειών», βλ. ΟΡΛΑΝΔΟΣ, όπ. παρ., υποσ. 82,
σελ. 89-91.
[91]
ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, όπ. παρ., υποσ. 9, σελ. 450.
[92] ΡΑΔΟΣ,
όπ. παρ., υποσ. 10, σελ. 346. Οι διχόνοιες για τα λάφυρα δημιουργούσαν ενίοτε
και προβλήματα στην εξέλιξη των επιχειρήσεων: «H λεία αυτή εγέννησεν αμέσως την διχόνοιαν μεταξύ των ναυτών, ήτις διεδόθη μετ’ ολίγον
εις όλα του στόλου τα πληρώματα, και τα λαφυραγωγήσαντα πλοία έμειναν εις
Θυμιανά, μ’όλον ότι επροσκλήθησαν να ενωθούν με τον στόλον». ΡΑΦΑHΛ, Ε., Α., Συνοπτική ιστορία των ελληνικών ναυμαχιών,
τόμ. 1, σελ. 15.
[93] Στο
ίδιο, σελ. 450.
[95]
ΤΣΑΜΑΔΟΣ, όπ. παρ., υποσ. 21, σελ. 36.
[96] GORDON, T., Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως, τόμ.
1, σελ. 103. Στον Φιλοκτήτη αναφέρεται ότι τις γυναίκες του Οθωμανικού καραβιού
τις έστειλαν στη Μαγνησία. ΡΑΔΟΣ, όπ. παρ., υποσ. 10, σελ. 325.
[97] H
παρουσία του Θεού στις ναυμαχίες, φαίνεται στο παρακάτω απόσπασμα: «Βλέπων τις
λέγω, όλας ταύτας τας στρατιωτικάς δυνάμεις τρομαγμένας εις τον υπέρτατον
βαθμόν να φεύγωσι τόσον αισχρώς ενώπιον πεντήκοντα σχεδόν πλοιαρίων Ελληνικών,
δεν ήθελε εκπλαγή θεωρών, την οποίαν μας ενέπνευσεν ο παντοδύναμος Θεός
ενίσχυσιν και ευτολμίαν, και τον οποίον ενέσταξε εις τους εχθρούς φόβον».
ΚΩΝΣΤΑΣ, Π., Ε., Ναυτική εποποιία του
1821, σελ. 140.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου