Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Το Κοινωνικο-ιστορικό στον Καστοριάδη. Μερικές στοιχειώδεις υπομνήσεις

του Θανάση Νασιάρα

Κάθε φιλοσοφική θεώρηση που επιχειρεί να συλλάβει, να προσδιορίσει και να ερμηνεύσει τις επάλληλες διαστάσεις του πραγματικού καθορίζοντας ταυτόχρονα το τι είναι το αληθινό και προβάλλοντας κάποιο ιδιαίτερο πολιτικό, κοινωνικό ή ηθικό πρόταγμα, σε πρώτο επίπεδο, στις περισσότερες τουλάχιστον περιπτώσεις, στρέφεται σε μια ερμηνευτική προσέγγιση της ίδιας της ιστορίας. Ο Καστοριαδής δεν ξεφεύγει από το παραπάνω πλαίσιο από τη στιγμή που προσπαθεί τόσο να συλλάβει και να εξηγήσει την πραγματικότητα όσο και να προτείνει τη δόμηση μιας διαφορετικής, αυτόνομης, κοινωνίας. Η ιστορία, το ιστορικό-κοινωνικό σύμφωνα με τον Καστοριάδη, αποτελεί το απαύγασμα, την εκδίπλωση του ριζικού φαντασιακού της ανθρωπότητας. Η ιστορία καθίσταται αδιανόητη δίχως το ριζικό φαντασιακό που εκδηλώνεται μέσα της και αποτελεί φορέα δημιουργίας. Ο ιδιαίτερος του χαρακτήρας, του επιτρέπει να διαπλάθεται, να αναπτύσσεται, να ανασυντίθεται και να αυτοπραγματώνεται μέσα στο χρόνο. Όμως αυτή ακριβώς η κίνηση του ριζικού φαντασιακού δεν συμβαίνει στο κενό, δεν είναι με άλλα λόγια εντελώς ανεξάρτητη. Αντίθετα, λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα ανοιχτό, διαλεκτικής σχηματοποίησης πλαίσιο, οριζόμενο ως το πλαίσιο του θεσμισμένου (του ήδη διαμορφωμένου) και του θεσμίζοντος (του υπό διαμόρφωση). Αυτή ακριβώς η διαλεκτική συμπόρευση του θεσμισμένου και του θεσμίζοντος που παράγει την ιστορία διέπεται από απροσδιοριστία. 

Η ιστορική εξέλιξη με άλλα λόγια δεν είναι προκαθορισμένη αλλά διακατέχεται από ενδεχομενικότητα. Αυτόματα η όλη της πορεία δεν μπορεί να αποτελεί ένα κλειστό, πλήρως οριοθετημένο και καθορισμένο πεδίο, αλλά μια ανοιχτή διαδικασία αποτελούμενη από απροσδιοριστία, από δημιουργία, από ρήξεις και τομές, από επαναστάσεις, που δεν υπόκεινται πλήρως στους καθορισμούς του Λόγου. Έτσι, η ιστορία δεν μπορεί να ερμηνευτεί καθ’ ολοκληρίαν μέσα από μια ντετερμινιστικού τύπου ανάλυση που αναγάγει την εξέλιξη της κατά αποκλειστικότητα στην αιτιώδη συνάρτηση των πραγμάτων ή σε απόλυτες σχέσεις ορθολογικής συνεπαγωγής. Με αυτό τον τρόπο δεν μπορεί να εξαντληθεί ερμηνευτικά από ορθολογικού τύπου κατηγοριοποιήσεις και ορίζουσες, δίχως βέβαια αυτό να αποκλείει τη δυνατότητα της προσέγγισής της καθώς και της ερμηνείας της. Άλλωστε, ο «κοινωνικό-ιστορικός κόσμος είναι κόσμος νοήματος και σημασιών», όπως ανέφερε ο ίδιος ο Καστοριάδης. Ο στοχασμός λοιπόν πάνω στην ιστορία δεν είναι παρά μια αναδρομική νοηματοδότηση του παρελθόντος με έννοιες, σημασίες και όρους που παράγονται μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο του εκάστοτε ερευνητή-υποκειμένου. Έννοιες, δηλαδή, που θεσμίζονται στο παρόν και παρεισφρέουν στο παρελθόν προσπαθώντας να το συλλάβουν ερμηνεύοντάς το.

Ο Καστοριάδης ξεδιαλύνει λοιπόν το δισεπίλυτο γρίφο της ιστορικής εξέλιξης υπό το πρίσμα της «ανοιχτής» διαλεκτικής συμπόρευσης του θεσμισμένου και του θεσμίζοντος. Το κοινωνικό-ιστορικό αποτελείται από την συνύφανση του παρελθόντος με το παρόν-μέλλον. Είναι αυτό που έγινε και αυτό που θα γίνει. Είναι οι υπάρχουσες δομές, οι θεσμοί, οι ιδέες, ο ίδιος ο υλικός κόσμος και από την άλλη είναι αυτό που θα θεσμισθεί, που θα δημιουργηθεί, που θα παραχθεί και θα υλοποιηθεί. Με άλλα λόγια το παρελθόν εκβάλει στο παρόν συμπορεύεται μαζί του και με βάση αυτή τη συμπόρευση παράγεται το νέο, που όμως επ’ ουδενί δεν είναι καθορισμένο. Η κοινωνική θέσμιση αποτελεί δίχως άλλο τον καθοδηγητικό μίτο για την κατανόηση του κοινωνικό-ιστορικού. Ο κοινωνικός θεσμός είναι αυτός που σκιαγραφεί, διαγράφει και εν τέλει ορίζει, τη διάρθρωση, τη δομή, την ιδιαίτερη ταυτότητα της εκάστοτε κοινωνίας. Ως θεσμός ορίζεται ένα κοινωνικό κυρωμένο συμβολικό δίκτυο που αποτελείται από μια λειτουργική και μια φαντασιακή συνιστώσα. Ως ένα πλαίσιο που συνδέει τα σημαινόμενα με σύμβολα, με σημαίνοντα. Οι θεσμοί όμως δεν είναι απλά και μόνο επικυρωμένες νομικά κοινωνικές συμβάσεις αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Είναι οι κινητήριες δυνάμεις της εκάστοτε κοινωνίας που καθορίζουν, διαμορφώνουν, συγκεκριμενοποιούν και εν τέλει επικυρώνουν συνήθως με μια καθολικότητα, τους τρόπους του πράττειν, την έκταση και το βάθος της ίδιας της ανθρώπινης σκέψης και πράξης. Έτσι, η θέσμιση της κοινωνίας υπό μια έννοια καθίσταται μια έμπρακτη οριοθέτηση της, μια αποσαφήνιση της κοινωνίας ως τέτοιας.

Η σύλληψη του κοινωνικού από τον Καστοριάδη δεν αποτελεί μια επαγωγική εκδίπλωση από το ατομικό στο συλλογικό. Δεν αποτελεί διαφορετικά ένα άθροισμα πολλών υποκειμένων. Αντίθετα, είναι κάτι που υπερβαίνει κατά πολύ ένα σύνολο υποκειμένων. Το κοινωνικό συλλαμβάνεται πάντα ως ανώνυμο, ως συλλογικό που εντός του εμπεριέχονται τα υποκείμενα τα οποία όμως τα υπερβαίνει και τα υπερκερνά συνεχώς. Το κοινωνικό είναι «αυτό που είναι όλοι μαζί και που δεν είναι κανείς, είναι αυτό που δεν είναι ποτέ απόν και σχεδόν ποτέ παρόν ως τέτοιο, ένα μη-είναι πιο πραγματικό από κάθε είναι, αυτό μέσα στο οποίο είμαστε βυθισμένοι εξ ολοκλήρου, αλλά και που δεν μπορούμε ποτέ να συλλάβουμε αυτοπροσώπως». Διακατέχεται από μια ακαθοριστία ακόμη και όταν προσδιορίζεται ρητά, ενώ επίσης διακρίνεται από μια δημιουργικότητα που μορφοποιεί την πραγματικότητα συνεχώς. Μπορεί κανείς να το ψυχανεμιστεί μέσα από τους θεσμούς και δια των θεσμών, δεν μπορεί όμως ποτέ να το συλλάβει ολοκληρωτικά. Αποτελεί, ταυτόχρονα, βασικό υλικό καθώς και παράγωγο των ίδιων θεσμών καθώς είναι αυτό που τους δίνει σάρκα και οστά και αυτό που παράλληλα τους επιτρέπει να το μορφοποιήσουν. Επόμενα, η παρατήρηση και η κατανόηση των θεσμών μιας κοινωνίας μας αποκαλύπτουν έστω και διαθλασμένα και ποτέ ολοκληρωτικά τον ιδιόκοσμό της.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου