Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Αθήνα 1821: Ψηλαφώντας το μεταφυσικό στοιχείο στην εξέγερση των καταφρονεμένων

του Άκη Βαρβαρήγου





«Υπάρχουν φορές που φαίνεται ότι όχι μόνο το μέλλον αλλά και το παρόν είναι σκοτεινά: λίγοι αντιλαμβάνονται σε πόσο ριζικά μεταμορφωμένο κόσμο ζούμε… έναν κόσμο που έχει μεταμορφωθεί από πράγματα τα οποία δεν μπορούσαμε να φανταστούμε». Παρόμοια σκέψη με τη Rebecca Solnit πολύ πιθανό να είχε και ο Γάλλος πρόξενος στην Αθήνα  των αρχών του 19ου αιώνα Sebastien Fauvel, όταν τα ξημερώματα  της 25 Απριλίου του 1821, το γεμάτο από αρχαία κομψοτεχνήματα σπίτι του, πλημύρισε από άναρθρες κραυγές και ουρλιαχτά. «Δύο χιλιάδες χωριάτες από την Αττική, κακοαρματωμένοι και χωρίς καμιά στρατιωτική τάξη» χάλασαν με πάθος την προγραμματισμένη βόλτα του Γάλλου προξένου-ζωγράφου, σχεδιαστή, αρχαιοσυλλέκτη και μέγα αρχαιοκάπηλο -σύμφωνα με τον Σιμόπουλο- κάτω από τον ανοιξιάτικο αττικό ήλιο· μια βόλτα που διεξαγόταν ανελλιπώς από το 1781.

Πράγματι, ένα μήνα περίπου μετά τις πρώτες συγκρούσεις στο Μοριά ξεκίνησε η εξέγερση και στην Αθήνα. Τα λασπώδη και ακανόνιστα δρομάκια της πόλης κατακλύστηκαν, δυο ώρες πριν την ανοιξιάτικη αυγή, από ένα ανυπόμονο πλήθος επαναστατών. Ήταν η ώρα που η επαναστατική έξαρση θα διέλυε μια πραγματικότητα αιώνων. Τη στιγμή εκείνη, μόνο οι κραυγές νοηματοδοτούσαν την ύπαρξη. Χωριάτες από διάφορα μέρη της Αττικής, ξωτάρηδες των φτωχών προαστίων της πόλης, παπάδες και Χασιώτες του αττικού δερβενιού με αρχηγό τον εμπειροπόλεμο Μελέτη Βασιλείου σπρώχνονταν και φώναζαν δυνατά, τσαλαβουτώντας στις λακκούβες με τα βρομόνερα. «Άλλοι φέροντες όπλα, άλλοι λόγχας, και άλλοι ρόπαλα […] διεσπάρησαν εις την πόλιν τουφεκίζοντες και αλαλάζοντες», όπως σημειώνει ο Τρικούπης.

Τη μέρα εκείνη όλες οι δουλειές σταμάτησαν. Τα παζάρια στο χώρο της ρωμαϊκή Αγοράς και τα πάμπολλα φτωχικά μαγαζάκια έμειναν κλειστά. H καθημερινή αναζήτηση ευρωπαίων περιηγητών για να τους οδηγήσουν με ασφάλεια στην Ακρόπολη ή για να τους βοηθήσουν σε διάφορες αρχαιολογικές εργασίες για ένα μικρό μεροκάματο αναβάλλεται, χωρίς να ξέρει κανείς το ακριβές χρονικό διάστημα. Εγκατέλειψαν τις αγγαρείες που τους επέβαλλαν οι δημογέροντες και οι λοιποί άρχοντες της πόλης, στις οποίες μοχθούσαν από το πρωί μέχρι το σούρουπο. Για την ώρα ετοιμάζονταν να γίνουν πρωταγωνιστές σ’ ένα προδιαγεγραμμένο μακελειό, που θα αμαύρωνε μια για πάντα τη φιλειρηνική τους φύση.

Ο στρατός των εξεγερμένων, όπως διαπιστώσαμε και από την παραπάνω περιγραφή του Τρικούπη, αντλούσε τη δύναμη και την ορμή του περισσότερο από την επαναστατική διάθεση που διαπερνούσε το φωνακλάδικο αυτό πλήθος, παρά από μια συγκροτημένη και πειθαρχημένη στρατιωτική οργάνωση. Ο γάλλος εθελοντής Maxime Raybaud μας δίνει μια περιγραφή, με την οποία διαπιστώνουμε την ασυνεννοησία και την άγνοια στοιχειώδους στρατιωτικής διαδικασίας που υπήρχε στο ελληνικό στράτευμα: «Το πυροβολικό ήταν άχρηστο γιατί οι Έλληνες πυροβολητές ήταν αξιοθρήνητοι. Μια μπάλα έπεσε στο μικρό τζαμί, κάτω από τα Προπύλαια, που είχαν καταλάβει οι Αθηναίοι. Μόλις πρόλαβαν οι στρατιώτες να τιναχθούν έξω για να γλυτώσουν από βέβαιο θάνατο. Μια άλλη μπάλα πέρασε πάνω από την Ακρόπολη και έπεσε στην πίσω μεριά σε ένα σπίτι, αφανίζοντας ολόκληρη ελληνική οικογένεια». Άλλες φορές πραγματοποιούσαν παρελάσεις γύρω από το κάστρο της Ακρόπολης προκειμένου να τρομοκρατήσουν τους πολιορκημένους Οθωμανούς. Μια απ’ αυτές τις επιχειρήσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από μια παιδιάστικη αφέλεια, τελείωσε με άδοξο τρόπο, όταν σύμφωνα με τον Waddington, μια τουρκική μπάλα «κατέβηκε ψιλοκρεμαστή και έκοψε το κεφάλι ενός Υδραίου».



Οι πρώτες συγκρούσεις, πριν την κάθοδο του Ομέρ Βρυώνη και τη λύση της πρώτης πολιορκίας, συνθέτουν μια αιματηρή τομή στις παραδοσιακά καλές σχέσεις των δυο θρησκευτικών κοινοτήτων της Αθήνας. Πράξεις βίαιες, οδυνηρές και προκλητικές γκρεμίζουν μονομιάς κάθε θετικό περιεχόμενο στο ιερό πάθος των εξεγερμένων και στην ηρωική αντίσταση των πολιορκημένων. Άταφα πτώματα αμάχων στους δρόμους, παλουκώματα και κάψιμο αιχμαλώτων, λεηλασίες ιερών τόπων και αρχαίων μνημείων συνέθεταν ένα αιματηρό σκηνικό. Ο κόσμος μεταμορφώνεται ριζικά και ξαφνικά, δικαιώνοντας τις σκέψεις της Solnit, και τις περισσότερες φορές τελικά σε πράγματα αδιανόητα, άγρια και σκοτεινά. Την πραγματικότητα αυτή θα έρχεται πάντα η Ιστορία να  την επιβεβαιώνει, διασώζοντας στο παρόν μαρτυρίες ανθρώπων από το παρελθόν, όπως του Fuller, του Βρετανού που έζησε τα γεγονότα από κοντά: «Κάθισα σ’ ένα  μιντέρι και αναλογιζόμουν πόσο εύκολα αλλάζει η ανθρώπινη μοίρα. Ξαφνικά τινάχτηκα από μια άγρια φωνή.

-Ποιος είσι;

Γυρίζω και τι να δω; Ένα αγριομούτσουνο παλικάρι και τη μπούκα του τουφεκιού του μια γυάρδα από το κεφάλι μου.

-Ιγγλέζος είμι! Λέω και ξαναλέω έντρομος

Κοίταξε τα μακριά μου γένια και τα τούρκικα καφτάνια που φορούσα με δυσπιστία. Βρέθηκαν όμως μερικοί Αθηναίοι έξω από το τέμενος και βεβαίωσαν τον αντάρτη πως πραγματικά ήμουν «Ιγγλέζος».

Και καθώς απομακρυνόμουν, το παλικάρι δείχνοντας τα γένια μου, είπε:

-Κόφτα!...»

            H εξέλιξη των γεγονότων της εξέγερσης στην Αθήνα είναι γνωστή. Οι άγριες αυτές μάχες σταμάτησαν με την έλευση του Ομέρ Βρυώνη και του μπέη της Καρύστου στην Αττική. Αλλά αυτό το διάλειμμα σύντομα τελείωσε. Τον Σεπτέμβριο του 1821 οι επαναστάτες επέστρεψαν στην πόλη και συνέχισαν την πολιορκία των Οθωμανών στην Ακρόπολη και κάπως έτσι το επαναστατικό πνεύμα, που σμιλεύτηκε στις αιματηρές εξεγέρσεις από τη Μακεδονία ως το Μοριά, ανέλαβε τη διάσωση του ανθρώπου που αρνείται να υποκύψει. H δουλειά των επαναστατών μόλις τώρα ξεκινά.

             
           Οι δρόμοι παίρνουν ξανά ζωή. Οι ίδιες μυρωδιές από τα χαμόσπιτα κατακλύζουν την πολύβουη ατμόσφαιρα ανθρώπων που συγκεντρώνονται σε προχειροφτιαγμένες ομάδες και συζητούν τα προβλήματα της καθημερινής ζωής. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι πιο ενθουσιώδεις που μαλώνουν για τα δημόσια ζητήματα, που μέχρι πριν ένα χρόνο έδειχναν χαρακτηριστική αδιαφορία. Παντού υπάρχει μια όμορφη και φιλική διάθεση. Ακόμα και οι φτωχοί χαμογελούν, χορτασμένοι από το σιτάρι των αποθηκών που μοιράστηκε σ’ αυτούς τις προηγούμενες μέρες.

Την ατμόσφαιρα αυτή μας την επιβεβαιώνει και ο περιπλανώμενος Raybaud: «Απ’ όλες τις ελεύθερες ελληνικές πόλεις, η Αθήνα μου φάνηκε η πιο ευχάριστη για μόνιμη εγκατάσταση. Οι οικογένειες που την είχαν εγκαταλείψει ξαναγύριζαν απ’ όλα τα μέρη και ο μεγάλος αριθμός στρατιωτών που κυκλοφορούσε στους δρόμους ζωντάνευε την κίνηση. Πλήθος πωλητές και αγοραστές συνωστίζονταν στα παζάρια και έκλειναν δουλειές κάτω από τα κανόνια του κάστρου, όπως και στον καιρό της ειρήνης. Οι Τούρκοι είχαν απομείνει χωρίς πολεμοφόδια και δεν ενοχλούσαν τους πολιορκητές τους».


Σε άλλη μαρτυρία ευρωπαίου ανώνυμου διαβάζουμε: «είδα τους Αθηναίους να κάθονται στα μαγαζιά τους ή στα πολυάριθμα καφενεία, με δυο πιστόλες στο ζωνάρι, να καπνίζουν τα τσιμπούκια τους και κάπου –κάπου να υψώνουν τα βλέμματά τους στην Ακρόπολη όπου κυμάτιζε η σημαία του Μωχαμέτη». Στις στιγμές αυτές διαγράφεται η υπέρτατη αφοσίωση των εξεγερμένων και η επιθυμία τους να προχωρήσουν το εγχείρημά τους μέχρι το τέλος. Τις ίδιες εικόνες ξεγνοιασιάς θα συναντήσουμε και στην κατειλημμένη, από τους αναρχικούς, Βαρκελώνη το 1936. Από την εξέγερση που σκοτώνει ανθρώπους, περνάμε στην Επανάσταση που συνθλίβει τις καθιερωμένες αξίες μιας μίζερης και χωρίς ενδιαφέρον καθημερινότητας.


Όλα αυτά είναι υπέροχα, όμως η συνέχεια είναι γνωστή. Πολιτικοί, στρατιωτικοί και Φιλικοί βιάζονται να πάρουν τις θέσεις τους σε κυβερνητικά πόστα. Ο κάθε ένας απ’ αυτούς χαίρεται που γίνεται θέαμα για τον άλλο. Ικανοποιούν την ακόρεστη δίψα τους για εξουσία, δίνοντας διαταγές με έναν αέρα μεγαλείου. Φτιάχνουν πρόχειρα διατάγματα και ανούσιους νόμους, που κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να προσέξει. Σπρώχνονται, λογομαχούν και πολλές φορές αναλώνονται σε φλύαρες εχθροπραξίες. Πόσο πολύ ταιριάζουν τα λόγια του Κροπότκιν για μια αντίστοιχη περίπτωση: «Παίρνουν τους εαυτούς τους στα σοβαρά χωρίς να έχουν επίγνωση ότι η πραγματική δύναμη του κινήματος είναι στους δρόμους».

Το πραγματικό νόημα της επανάστασης που ξεκίνησε στην Αθήνα με την αποχώρηση του Ομέρ Βρυώνη, μπορούμε να το ψάξουμε και το αναλύσουμε στις «μπαρουτοκαπνισμένες» διαδρομές της ιστορίας των επαναστάσεων. Εδώ άλλο μας ενδιαφέρει. Τι οδήγησε το αγριεμένο τσούρμο τα χαράματα της 25ης Απριλίου, και σε αντίθεση με την ντόπια άρχουσα τάξη που έβλεπε με καχυποψία τέτοια κινήματα, να πει όχι; Ποια είναι, δηλαδή, αυτή η αξία, που σύμφωνα με τον Καμύ επικαλείται σιωπηλά κάθε κίνημα εξέγερσης, η οποία δίνει νόημα και βάθος σε αυτό το όχι, που είπαν οι εξαγριωμένοι χωριάτες μετά από μια μακραίωνη παράδοση αφάνειας και ανθρώπινου κάματου;


Δεν ήταν η ένταση των ταξικών συγκρούσεων, ούτε κάποιο εθνικοαπελευθερωτικό όραμα που τροφοδότησαν τη συγκινητική υπέρβαση ανθρώπων που ζούσαν στις παρυφές του κόσμου. H εξέγερση των Αθηναίων, ήταν η απόρροια μιας περιόδου κοινωνικής παρακμής, τα αποτελέσματα της οποίας μπόλιασαν με μια πρωτόγονη θρησκευτικότητα στο περιβάλλον μιας σύνθετης και πολυδιάστατης πραγματικότητας. Στον ορίζοντα αυτής της διαπίστωσης ξεπροβάλλουν άνθρωποι, κληρονόμοι μιας αβάσταχτης και αμείλικτης καθημερινότητας. Άνθρωποι, αποκαθαρμένοι από κάθε ιδεολογική υπεροχή, που βρήκαν δύναμη και όραμα μέσα στη σκοτεινιά ενός ανολοκλήρωτου κόσμου, εντός του οποίου δεν γνώριζαν γιατί πεθαίνουν, εγκαταλειμμένοι στις σκοτεινές μεριές των μεγάλων ιστορικών γεγονότων.


H φιλαυτία και οι σπατάλες μιας παρηκμασμένης οθωμανικής αριστοκρατίας καθώς και οι ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις των Χριστιανών νεόπλουτων που απομυζούσαν τις ταπεινές μάζες, εξέθρεψαν το μεταφυσικό χαρακτήρα ενός κινήματος που ορθώθηκε ενάντια στην προδιαγεγραμμένη μοίρα που του εγγυάται με περίσσια σκληρότητα το καταπιεστικό κοινωνικό τοπίο και οι καθαρκτικές διεργασίες εσχατολογικών αντιλήψεων της ορθόδοξης παράδοσης. Για τον Καμύ η μεταφυσική εξέγερση «αμφισβητεί τους σκοπούς του ανθρώπου και της δημιουργίας» και ο μεταφυσικός επαναστάτης «διαμαρτύρεται εναντίον της κατάστασης που βιώνει ως ανθρώπινο ον και που του έχει επιβληθεί» στο περιβάλλον ενός θρυμματισμένου κόσμου, θα προσθέταμε εμείς. Το επαναστατικό πνεύμα που συνέθεσε το ουτοπικό όραμα των ταπεινών σκλάβων που εξεγέρθηκαν κατά των αφεντάδων τους, με τους οποίους ζούσαν για αιώνες αρμονικά, μετουσίωσε το ασύδοτο πάθος απλών ανθρώπων σε κάτι νέο, που δεν είναι άλλο από την επιθυμία τους να ενταχθούν στην ιστορία ενός κόσμου που τους είχε ξεχασμένους για καιρό.





ΒΟHΘHΜΑΤΑ

·         Κυριάκος Σιμόπουλος, Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ʽ21, Α΄ τόμος (1821-1822), Αθήνα 1979.

·         Κομίνης Μάρκος, H Αθήνα κατά τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής διοίκησης (18ος-19ος αιώνας). H πόλη και το διοικητικό καθεστώς, Θεσσαλονίκη 2008.

·         Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Α΄ τόμος, Αθήνα 1978.

·         Αλμπέρ Καμύ, Ο επαναστατημένος άνθρωπος, μτφρ. Νίκη Καρακίτσου Douge, Μαρία Κασαμπαλόγλου Roblin, Αθήνα 2014.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου