Ο δικαστής είπε στη Λουίζα ότι πολλοί υπότροποι εγκληματίες είχαν
παρεισφρύσει στη διαδήλωση. Η Λουίζα απάντησε ότι δεν μπορούσε να ζητά το ποινικό
μητρώο του καθενός. Ο Πρόεδρος τη ρωτά πάλι:
—Παίρνετε λοιπόν μέρος σε όλες τις εκδηλώσεις;
—Αλίμονο, ναι!... Γιατί είμαι πάντα μαζί με τους εξαθλιωμένους.
—Όμως το μαγαζί του κυρίου Ωγκερώ λεηλατήθηκε εντελώς.
—Δεν ξέρω, και παραξενεύομαι που ο κύριος Ωγκερώ ασχολήθηκε με
αυτούς τους εξαθλιωμένους. Εγώ έχω δει να σκοτώνουν και να λεηλατούν εντελώς άλλα
πράγματα.
—Αρχίσατε να γελάτε μπροστά στο αρτοποιείο;
—Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να με κάνει να γελάσω. Μήπως η εξαθλίωση
αυτών που ήταν γύρω μου; Μήπως η θλιβερή κατάσταση που μας γυρίζει πίσω, πριν και
από το 1789;”
Οταν ήρθε η σειρά του συνήγορου υπεράσπισης που είχε διορισθεί αυτεπαγγέλτως, η Λούζα τον απεκήρυξε, και υπεράσπισε μόνη της τον εαυτό της. Είπε ότι η δίκη που της γίνεται είναι ένα σύμβολο. Δεν διώκονται κάποιοι κλέφτες, αλλά μία ιδέα. Θέλουν πάση θυσία να καταδικάσουν τους αναρχικούς. Λέει στους δικαστές ότι δεν πρέπει να εκπλήσσονται που δεν την πολυνοιάζει η απόφασή τους. Έχει δει τόσα πράγματα πιο φρικτά, τόσες γυναίκες και παιδιά σκοτωμένα: “Μα και βέβαια, κύριε εισαγγελεύ, βρίσκετε περίεργο μια γυναίκα να τολμά να αναλαμβάνει την υπεράσπιση της μαύρης σημαίας [...]. Η μαύρη σημαία είναι η σημαία των απεργιών, δείχνει ότι ο εργάτης δεν έχει ψωμί [...].Είμαστε σήμερα σε τέλεια εξαθλίωση, και έχουμε Δημοκρατία. Αυτό όμως δεν είναι δημοκρατία [...]. Σκεφθείτε το καλά. Αν υπάρχουν τόσοι αναρχικοί, αυτό συμβαίνει γιατί πολλοί άνθρωποι είναι αηδιασμένοι με τη θλιβερή κωμωδία που, τόσα χρόνια, μας παίζουν οι κυβερνήσεις μας”.
Και τότε η Λουίζα πετά κατάμουτρα στον εισαγγελέα, που την κατηγόρησε για ματαιοδοξία, την παρακάτω φράση: “Έχω πάρα πολλή περηφάνεια, κύριε, για να είμαι αρχηγός. Ένας αρχηγός, σε ορισμένες στιγμές, αναγκάζεται να ταπεινώνεται μπροστά στους στρατιώτες του. Κι ακόμα, ξέρετε, κάθε αρχηγός είναι και τύραννος”, θα τελειώσει με μία ομολογία πίστεως, και θα πει ότι είναι πράγματι φιλόδοξη, όμως για χάρη της ανθρωπότητας: “θα ήθελα, καταλήγει, όλος ο κόσμος να ήταν καλλιτέχνης, ποιητής, τόσο ώστε να εξαφανισθεί η ανθρώπινη ματαιοδοξία”.
Η Λουίζα θα φυλακισθεί στο Σαιν-Λαζάρ,
αργότερα θα μεταφερθεί στο Κλερμόν. Έχει φάει έξι χρόνια κάθειρξη, θα αρνηθεί την
οποιαδήποτε χάρη σε προσωπικό επίπεδο, και δεν θα αποφυλακισθεί παρά μόνο με την
αμνηστία του 1886.
Andre Nataf, Η καθημερινή ζωή των αναρχικών στη Γαλλία 1880-1910, εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 91-93.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου