Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Λουίζ Μισέλ-Αφιέρωμα, Μέρος B΄: Φαίνεται ότι η άπειρη αγάπη έγινε μια αίσθηση και σας τυλίγει. Από εκεί γύρισα, και έχω φυλάξει αυτή την άπειρη αγάπη



Μάρτιος του 1871: ανακήρυξη της Κομμούνας. Η Λουίζα συμμετέχει με όλη της την ψυχή. Είναι μέλος των λόχων πορείας. Και από τις πρώτες ήδη εξόδους, συνοδεύει το τάγμα της Μονμάρτης, και πολεμά σαν αληθινός στρατιώτης. Πέρασε από τα οχυρά των Βανβ στα οχυρά του Ισσύ, ή, αργότερα, στα οδοφράγματα, όπου τη βλέπουν να απαγγέλλει Μπωντλαίρ, κάτω από τα πυρά. Επωφελείται από την παραμικρή ευκαιρία να πάει να συναντήσει τη μητέρα της, που την είχε φέρει στο Παρίσι για να μένει κοντά της. Τη βλέπουν να ενθαρρύνει τους μεν, να απαγγέλλει στίχους με άλλους, και να δείχνει μια παράτολμη παληκαριά. 




'Οταν οι Βερσαλλιέζοι μπαίνουν στην πρωτεύουσα απειλούν να τουφεκίσουν τη γηραιά κυρία. Η Λουίζα παραδίδεται. Περιμένει να την τουφεκίσουν. Καταφθάνει ένας στρατηγός μανιασμένος που ουρλιάζει στους αιχμαλώτους: “Ξέρετε ποιος είμαι εγώ; Είμαι ο Γκαλλιφέ! Σας έχουν πει πως είμαι σκληρός, σε σας από τη Μονμάρτρη! Ε, λοιπόν! Είμαι χειρότερος από ό,τι νομίζετε!” Και φωνάζει στους στρατιώτες, τους απαυδισμένους από την κούραση, και κατασκονισμένους: “Βαράτε στο ψαχνό, λεβέντες μου!” Η Λουίζα, του ανταποδίδει ειρωνικά στα ίσια “Κι εγώ ξέρετε ποια είμαι; Είμαι ο Λεντόρ, ο βοσκός αυτού του κοπαδιού”. Ξαφνιασμένος, ο Γκαλλιφέ την κοιτάζει, και τη στέλνει στο στρατόπεδο του Σατορύ. Έτσι γλιτώνει από τη σφαγή.

“You chenere” (Εγώ φίλη). Με τις λέξεις αυτές, μια νύχτα του 1874, η Λουίζα πλησιάζει ένα χωριό Κανάκων στη Νέα Καληδονία, όπου εκτοπίσθηκε μαζί με άλλους Κομμουνάρους. “Δεν κάνει κανείς 6000 λεύγες για να μην δει τίποτα και να μην είναι χρήσιμος σε τίποτα”, λέει. Γίνεται φίλη των ιθαγενών, στους οποίους μαθαίνει να κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στους πολιτικούς κρατουμένους, και τους φυλακισμένους του κοινού ποινικού δικαίου. Οργανώνει για τα παιδιά τους μία τάξη σχολείου σε μια καλύβα Και στο θέατρο των εκτοπισμένων προτείνει να παιχθεί η λαϊκή τους μουσική. Ξεσπά σκάνδαλο! “Κατάλαβα, λέει η Λουίζα Οι Κανάκοι πρέπει να μείνουν αποκτηνωμένοι. Απαγορεύεται να πλουτίσουμε το πνεύμα τους!”

Το 1878 ξεσπά η μεγάλη εξέγερση των Κανάκων. Κατηγορούν τη Λουίζα ότι βοήθησε τους εξεγερμένους να κόψουν τα τηλεγραφικά σύρματα. Κάτι που δεν είναι αλήθεια Όμως, “ιδεολογικά” η επαναστάτρια είναι με το μέρος τους. Στον αρχηγό των εξεγερμένων, τον Ατάι προσφέρει την ταινία της ως κομμουνάρας. Οι Αρχές αποκεφαλίζουν τον Ατάι, και στέλνουν το κεφάλι του στο Παρίσι. “Ας ξεμπερδέψουμε, λέει η Λουίζα, με αυτή την ανωτερότητα που δεν εκδηλώνεται παρά μόνο μέσω της καταστροφής”.


 Στην Τουλόν, τον Μάρτιο του 1904, μια πνευμονία τη ρίχνει κάτω. Όλοι πιστεύουν πως είναι πια το τέλος. “Δεν θέλω ακόμα να πεθάνω, λέει. Γιατί ξέρω πως η μεγάλη απεργία θα ξεσπάσει σε λίγο, και θέλω κι εγώ να παρω μέρος σ’ αυτήν”. Δεκαπέντε μέρες παλεύει με τον θάνατο. Στο τέλος τον νικά. Και στις 20 Μαΐου δίνει την τελευταία της διάλεξη στην αίθουσα των Επιστημονικών Εταιρειών, στο Παρίσι. Το θέμα της: “Στις πύλες του θανάτου”. Αναλύει όλα τα φαινόμενα που της φανερώθηκαν κατά την ασθένειά της. Και εκεί που οι περισσότεροι θα έβλεπαν σημεία μιας άλλης ζωής, και μάλιστα μιας ζωής υπερφυσικής, αυτή ανακαλύπτει την προαίσθηση του ανθρώπινου μέλλοντος: “Μιλώ με λιγότερη σαφήνεια για όλα αυτά τα πράγματα Ήταν μεγάλα και ωραία, έχει πια βουλιάξει το Κακό, που είχε προκύψει από την προαιώνια εξαθλίωση, οι παλιές και οι τωρινές φιλίες, οι συμπάθειες που δένονται, είναι ρεύματα ζωής. Φαίνεται ότι η άπειρη αγάπη έγινε μια αίσθηση και σας τυλίγει. Από εκεί γύρισα, και έχω φυλάξει αυτή την άπειρη αγάπη”.



 Andre Nataf, Η καθημερινή ζωή των αναρχικών στη Γαλλία 1880-1910, εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 93-99.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου