του Άκη Βαρβαρήγου
Ο Ιωάννης Καμενιάτης,
βυζαντινός ιστορικός από τη Θεσσαλονίκη, εξαίροντας το γεωγραφικό χάρισμα της
πατρίδας του, έγραφε: «Η γη και η θάλασσα έχουν ταχτεί να λειτουργούν για χάρη
μας και να μας προσφέρουν τα πλούσια δώρα τους αδαπάνως». Στα λόγια αυτά
αποτυπώνεται η αρμονική ισορροπία του ανθρώπου και της φύσης. Μιας δαμασμένης
φύσης ποτισμένης με τον ιδρώτα του ακούραστου και ευσεβούς ανθρώπου των
παραδοσιακών κοινωνιών.
Τα
χρόνια πέρασαν και το θείο δράμα που όριζε τους ανθρώπινους ορίζοντες του κόσμου της προνεωτερικότητας , έδωσε τη
θέση του σε ένα καινούργιο δράμα. Τη θέση των καμπαναριών των εκκλησιών, που
σαν δείκτες ρολογιού σήμαιναν τον μεσαιωνικό χρόνο, πήραν, στο μακρόσυρτο
πέρασμα του χρόνου, οι σειρήνες των εργοστασίων που καλούσαν τους εργάτες για
εργασία. Το μυστηριώδες και πλουσιοπάροχο σκηνικό της φύσης, που άγγιζε την
ψυχή του βυζαντινού Σαλονικιού, «υποτάσσεται» σε ένα νέο σύστημα κοινωνικών
ανισοτήτων και ταξικών συγκρούσεων, κληρονόμο μιας μακραίωνης ειλωτείας των μαζών, που προκάλεσε
τις επαναστάσεις και τους αγώνες εκατομμυρίων ανθρώπων που έζησαν και πέθαναν
μέσα στο μόχθο της καθημερινότητας.
Θα
ακολουθήσουν αιώνες, στους οποίους η Θεσσαλονίκη θα περάσει από το «σίδερο και
τη φωτιά» άγριων πολεμικών συγκρούσεων και ριζικών κοινωνικοπολιτικών
μετασχηματισμών. H ανάδυση και επικράτηση του αστικού καπιταλιστικού συστήματος
προκάλεσε μια σειρά από ιστορικά γεγονότα ανθρώπινης δυστυχίας και αβάσταχτης
φτώχειας. Αποκορύφωμα όλων αυτών, που συνέθεσαν το ιστορική τοπίο της πόλης,
αποτέλεσε η εξέγερση του Μαΐου το 1936, που επιχείρησε να «σπάσει» μια αδιάκοπη
αλυσίδα καταπιέσεων και στερήσεων, ως το τελευταίο καταφύγιο μιας σειράς
κοινωνικών αγώνων του παρελθόντος.
Όλα
άρχισαν την Τετάρτη 29 Απριλίου 1936, όταν 12.000 καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης
ξεκίνησαν με διάχυτη αποφασιστικότητα τη μεγάλη απεργία. Είχαν προηγηθεί οι
αγώνες των καπνεργατών του εργοστασίου «Κομέρσιαλ» το 1934 και η σύγκληση του 1ου
Καπνεργατικού Συνεδρίου στη Θεσσαλονίκη λίγες μέρες πριν τα μεγάλα γεγονότα του
Μαΐου του ΄36. H Θεσσαλονίκη εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό ορθώθηκε με πάθος
ενάντια στην κοινωνική αδικία. Οι συγκεντρωμένοι απεργοί κατέλαβαν τον
κινηματογράφο Πάνθεον στην πλατεία Βαρδαρίου, ξεχνώντας σε μια στιγμή την πείνα
και την εξαθλίωσή τους.
Οι καπνεργάτες δεν πάλευαν μόνοι τους. Όλες οι
«μπαρουτοκαπνισμένες» συνδικαλιστικές οργανώσεις κάλεσαν τους οπαδούς τους σε
συμπαράσταση. Κλωστοϋφαντουργοί,
χαρτεργάτες, τσαγκάρηδες και λαστιχάδες κατέβηκαν στον δρόμο για να στηρίξουν
τους απεργούς με όποιο τρόπο μπορούσαν. Στο πλευρό τους βρέθηκαν φοιτητές αλλά
και άνθρωποι της μεσαίας τάξης που έκλεισαν τα καταστήματά τους. Στο
μεγαλειώδες και συνάμα παράξενο θέαμα των πρώτων κινητοποιήσεων προστέθηκαν και
οι δήμοι, οι οποίοι ξεχώρισαν από τον προϋπολογισμό τους κονδύλια για την
υποστήριξη των απεργών. Ήταν πλέον γεγονός. Ο λαός κυριαρχούσε στους δρόμους
της πόλης, μαγεμένος από το όνειρο της κοινωνικής ελευθερίας. Το ίδιο όνειρο
που μάγεψε τους Κομμουνάρους του 1871, αλλά και τους Ισπανούς επαναστάτες της
ίδιας περιόδου.
H απεργία συνεχίστηκε και τις
επόμενες μέρες χωρίς δισταγμούς. Όμως τα προβλήματα των εργατών έμειναν άλυτα
και τα τελεσίγραφα που έστελναν στην κυβέρνηση, έμεναν χωρίς απάντηση. Οι
απογοητευμένες μάζες κατέβηκαν και πάλι στους δρόμους, πιέζοντας τα
συνδικαλιστικά στελέχη του ΚΚΕ να στηρίξουν δυναμικότερα μια ανοιχτή και
συνολικότερη ρήξη. Στην πόλη επικράτησε ένας επαναστατικός αναβρασμός που
μεταδόθηκε και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. H ένταση και το πάθος του
απεργιακού αγώνα διακρίνεται στα λόγια του αγωνιστή Γιάννη Ταμτάκου: «Τις μέρες
του Μάη κοιμόμασταν, αλλά πολύ λίγο. Στο τέλος εγώ έπαθα φυματίωση, αλλά την
πέρασα στο πόδι. Όσο νοσούσα χωρίς να το ξέρω, πολλές φορές δεν μπορούσα να
συνεχίσω να περπατάω και καθόμουνα να ξεκουραστώ στα μισά του δρόμου».
Ωστόσο, παρ’ όλο που το έκρυβαν από
τον ίδιο τους τον εαυτό, ήξεραν βαθιά μέσα τους ότι η κυβέρνηση θα τους επιτεθεί.
Στο αστραπιαίο πάθος του πρώτου επαναστατικού αναβρασμού υπήρχε μια υποβόσκουσα
τραγικότητα. Άλλωστε το αίμα άοπλων καπνεργατών και καπνεργατριών που έπεσε στα
πέτρινα και μπουκωμένα από ανθρώπινη μάζα δρομάκια της πόλης, ήδη από τις
πρώτες μέρες της απεργίας, αποτέλεσε το δυσάρεστο προμήνυμα για τις ελπίδες των
εξεγερμένων εργατών. Πράγματι, στις 8 Μαΐου η κυβέρνηση Μεταξά επικύρωσε το
σχέδιο αντιμετώπισης των απεργών, που δεν ήταν άλλο από εκείνο που
χρησιμοποίησαν όλοι οι προκάτοχοί του: δηλαδή την αστυνομία και τον στρατό. Την
επόμενη μέρα, αστυνομικές δυνάμεις, συνεπικουρούμενες από χαφιέδες και από φασίστες της ΕΕΕ, έλαβαν θέσεις σε
διάφορα κτήρια και στενάκια γύρω από τους δρόμους που θα περνούσε ο κύριος
όγκος των απεργών.
Στις 9 Μαΐου, ένα ανθρώπινο ποτάμι
ξεχύθηκε στους κεντρικούς δρόμους της Θεσσαλονίκης. Τη μέρα εκείνη κανείς δεν
πήγε στη δουλειά του και όλα τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Όταν ο κύριος όγκος των
απεργών έφτασε στη γωνία Συγγρού και Πτολεμαίων, μπροστά από το ξενοδοχείο
«Μητρόπολις», δέχτηκαν πυροβολισμούς από τους ακροβολισμένους αστυνομικούς των
γύρω κτηρίων. Εκεί έπεσε ο πρώτος νεκρός απεργός, ο αυτοκινητιστής Τάσος
Τούσης, από το Ασβεστοχώρι. Μέσα σ’ ένα ασύλληπτο πανδαιμόνιο, οι απεργοί
ξήλωσαν μια πόρτα και έβαλαν πάνω της το άψυχο σώμα του συντρόφου τους ενώ μερικοί
έβαψαν τα μαντήλια τους με το αίμα που έτρεχε από την πληγή του νεκρού. Φυσικά
δεν έγινε λόγος για υποχώρηση αφού ήταν αποφασισμένοι να συνεχίσουν την πορεία
τους προς το αστυνομικό τμήμα, στη διασταύρωση των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου,
με τις σφαίρες των αστυνομικών να σφυρίζουν πάνω από τα κεφάλια τους.
Ας δούμε, όμως, πως περιγράφει με
γλαφυρό τρόπο εκείνες τις στιγμές ο Γ. Ταμτάκος: «Δεν βρέθηκα μέσα στους
πυροβολισμούς, ήμουν στην οδό Σολωμού, σκότωσαν στην αρχή έξι-επτά από τους
συγκεντρωμένους, αργότερα σκότωσαν στη γωνία Αντιγονιδών και Εγνατίας μια
καπνεργάτρια, την Αναστασία Καρανικόλα, μπροστά σ’ ένα περίπτερο […] Εκείνη την
ώρα, αρχίζουν να χτυπάν οι καμπάνες και να καλούν τον κόσμο σε συναγερμό. Οι
χωροφύλακες όμως συνεχίζουν και παρακάτω το έργο τους και σκοτώνουν άλλους
τέσσερις-πέντε, μεταξύ αυτών και γυναίκες. Τελικά οι σκοτωμένοι είναι δώδεκα με
δεκατρείς και οι τραυματίες γύρω στους τριακόσιους».
Τις επόμενες ώρες η απεργία
μετατράπηκε σε ανοιχτή εξέγερση. Απεργοί, γυναίκες και παιδιά, σε μια πρωτοφανή
πανστρατιά, όρμησαν κατά των αστυνομικών τμημάτων με πέτρες και ξύλα, αψηφώντας
τους κινδύνους. Στις 10 Μαΐου, η κηδεία των νεκρών απεργών στην Ευαγγελίστρια, οδήγησε
στην κορύφωση της έντασης των ιστορικών
εκείνων ημερών για το ελληνικό εργατικό κίνημα. Το μεσημέρι μετά το τέλος της
κηδείας το τεράστιο πλήθος που παρακολούθησε την κηδεία, σκόρπισε. 15.000 περίπου
απεργοί και αλληλέγγυοι τράβηξαν τότε προς την πλατεία Ελευθερίας. Οι
χωροφύλακες έντρομοι κλείστηκαν στα αστυνομικά τμήματα και στο Διοικητήριο. Οι
διαδηλωτές φωνάζοντας συνθήματα εμπνευσμένα από την Ισπανική Επανάσταση,
κρέμασαν μαύρες σημαίες στις τηλεγραφικές στήλες και επιχείρησαν να κάψουν το 4ο
αστυνομικό τμήμα. Τελευταία στιγμή, όμως, απωθήθηκαν από τοπικές μονάδες
στρατού. Ο επαναστατικός αναβρασμός απλώθηκε σε όλη την πόλη. Στην Τούμπα, στων
πλατεία του Άγιου Θεράποντα, ξέσπασαν άγριες συγκρούσεις με αποτέλεσμα να
αποκλειστεί ο προσφυγικός συνοικισμός από αστυνομία και στρατό. Μάλιστα
«απηγορεύθη η είσοδος και η έξοδος των πολιτών προς την πόλιν». Ωστόσο, σε
πολλές περιπτώσεις, τμήματα του στρατού τάχτηκαν με το μέρος των απεργών, είτε
με έμπρακτες πράξεις αλληλεγγύης είτε με μοίρασμα εύκολων υποσχέσεων.
H άτακτη υποχώρηση της αστυνομίας
και η ουδετερότητα του στρατού θεωρήθηκε τότε ένδειξη πανικού. Και σ’ αυτήν την
περίπτωση, όμως, επιβεβαιώνεται η κρίσιμη διαπίστωση της Έλλης Παππά: «Συχνά οι
επαναστάτες έχουν την τάση να θεωρούν τις τακτικές υποχωρήσεις των αντιπάλων ως
οριστική ήττα τους, και να υποτιμούν τη συσσωρευμένη πείρα των ταξικών τους
εχθρών». Οι Θεσσαλονικείς εργάτες, άλλωστε, δεν ήταν σε θέση να μετουσιώσουν
τις αγωνιστικές τους εμπειρίες σε κάτι διαφορετικό, που να ξεπερνά, δηλαδή, το
επόμενο οδόφραγμα στα όρια της γειτονιάς και του εργοστασίου τους. Στις 13
Μαΐου κηρύχτηκε πανεργατική απεργία για τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, η οποία
θα μπορούσε να οικοδομήσει ένα ισχυρό φράγμα απέναντι στη φασιστική λαίλαπα που
πλησίαζε επικίνδυνα. Ωστόσο, το ΚΚΕ κατά ανέλπιστο τρόπο έλυσε την απεργία,
αφού έπεσε στην καλοστημένη παγίδα του Μεταξά, ο οποίος υποσχέθηκε τη ικανοποίηση
των απεργιακών αιτημάτων αλλά και των στρατιωτικών αρχών της πόλης, που
υπόσχονταν την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων. «Παιδιά, πρέπει να’ χουμε
εμπιστοσύνη στα λόγια ενός ανώτατου αξιωματικού» έλεγαν από δω κι από κει με
χαρακτηριστική αφέλεια, σύμφωνα με τον Γ. Ταμτάκο.
Από εκεί και πέρα, τα πράγματα πήραν
τον δρόμο τους. H αστυνομία ανασυντάχτηκε και με τη βοήθεια στρατιωτικών
ενισχύσεων από τη Λάρισα, καθώς και 4 πλοίων που κατέπλευσαν στο λιμάνι της
Θεσσαλονίκης κατέστειλαν οριστικά την εξέγερση. Στη συνέχεια, μέσα σε ένα όργιο
καταστολής, πολλοί εργάτες συνελήφθησαν και στάλθηκαν σε διάφορες φυλακές της
πόλης, τον κύριο προθάλαμο της μαύρης εξορίας που θα ακολουθούσε. Ο Γ. Ταμτάκος,
στις αναμνήσεις του, καυτηριάζει τη στάση του κομμουνιστικού κόμματος: «Την
άλλη μέρα οι σταλινικοί βγάζανε προκηρύξεις και κατηγορούσαν τον στρατηγό. Δεν
κράτησε, λέγαν, το λόγο της τιμής τους, ότι τάχα θα δικάζονταν τα θύματα και θα
τιμωρούνταν οι δολοφόνοι...Αστεία πράγματα». Πράγματι, η ηγεσία του ΚΚΕ άφησε
αυτή τη μεγάλη ευκαιρία για το εργατικό κίνημα της χώρας να χαθεί. Αρνήθηκε,
μέσα στην απεριόριστη βεβαιότητά και στον ιδεολογικό της αφοπλισμό, να δείξει
εμπιστοσύνη στην ελευθερία και στον αυθορμητισμό των εργατών. Σημειώνει σχετικά
ο Κ. Μοσκώφ: «H επιτόπια οργάνωση, που στην ιστορία του ελληνικού
κομμουνιστικού κινήματος διακρίνεται για τις διοργανωτικές και ιδεολογικές της
αδυναμίες, δεν θα μπορέσει να κλιμακώσει το κίνημα της εργατικής τάξης».
Κλείνοντας αυτή τη σύντομη αφήγηση,
διαπιστώνουμε ότι η εξέγερση του ʽ36 στη Θεσσαλονίκη κατέληξε στο αδιέξοδο που
την οδήγησαν οι αυταπάτες και η ατολμία του ΚΚΕ. Οι απεργοί αγωνίστηκαν και
πέθαναν εκπληρώνοντας, για ακόμα μια φορά, τον δυσάρεστο ιστορικό ρόλο της
εργατικής τάξης, που δεν είναι άλλος από το να προδοθεί. Το αίτημα για
δικαιοσύνη πνίγηκε στους δρόμους της πόλης από το αίμα των εξεγερμένων και η
απόλυτη ελευθερία παρέμεινε όνειρο απατηλό, ίσως κάπου καταχωνιασμένη στα άδυτα
της κομματικής γραφειοκρατίας.
Ωστόσο, πίσω από το δράμα που
παίχτηκε κάτω από το ανοιξιάτικο ήλιο της Θεσσαλονίκης, κρύβεται ένα
ανεξέλεγκτο συναίσθημα, άγνωστο στις αυστηρές νόρμες της ιστορίας, που πήγαζε
από τη βαθύτερη πίστη στον αγώνα ενάντια στην αδικία και στην καταπίεση. Αυτό
κατεύθυνε τους εργάτες που δεν λογάριασαν ποτέ το προδιαγεγραμμένο και το
ανώφελο. Καμία ιδεολογική υπεροχή δεν στάθηκε πάνω από το πηγαίο συναίσθημα της
αξιοπρέπειάς τους. H προοπτική της ήττας δεν είχε καμία θέση, καθώς αναδυόταν
το μυστηριώδες συναίσθημα των καταπιεσμένων και των κυνηγημένων: «Ήμαστε
διεθνιστές, δεν διακρίναμε ούτε Τούρκους, ούτε Εβραίους, ούτε τίποτα,
αγωνιζόμασταν για όλους τους εργάτες. Όταν τα 3Ε πήγανε να βάλουνε φωτιά στον
εβραϊκό συνοικισμό του Κάμπελ, εμείς κάναμε μια εκδήλωση-εμείς, όχι το κόμμα» έλεγε
με πάθος ο Γ. Ταμτάκος, περιγράφοντας άθελά του σε μερικές αράδες μια τίμια
στάση που δοκιμάστηκε σε άνισες καταστάσεις και στάθηκε, στο τέλος, πάνω από το
«μανιασμένο ρεύμα της ιστορίας».
Αυτή ήταν η ιστορία του Μαΐου του
1936 της Θεσσαλονίκης. Ένα παρελθόν φορτισμένο με φτώχεια, προδοσία και θάνατο,
στοιχεία, δηλαδή, που όρισαν την ανθρώπινη ιστορία. Ο ιστορικός δεν μπορεί να
τα αποτινάξει, διότι δεν μπορεί να κρυφτεί από αυτά. Βρίσκονται συνεχώς μπροστά
του. Οφείλει, ωστόσο, μέσα από τον δημιουργικό αναστοχασμό και τον αξιόπιστο
ιστορικό λόγο να τα ανασύρει από το σκοτάδι της ιστορίας, ως τα βασικά
θεωρητικά εργαλεία στην προσπάθειά του να συνδιαλεχθεί με ιστορικά γεγονότα,
από την παράδοση των καταπιεσμένων, σε συνδυασμό με τα κοινωνικοπολιτικά
προβλήματα του σήμερα. Άλλωστε, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Σ. Ασδραχάς: «Να
σταματήσουμε να θεωρούμε ότι αυτή η κατάσταση είναι αυτόνομη. Δεν είναι·
αντίθετα, όπως κουραστικά επαναλαμβάνω, ανήκει σε μια αναδιαρθρούμενη διάρκεια,
σε μια συνέχεια που έχει ασυνέχειες, αλλά και στο ενιαίο νήμα που δένει τις
ασυνέχειες στη μεγάλη ιστορική διάρκεια».
ΒΟHΘHΜΑΤΑ
- Γιώργος Αναστασιάδης, Από τη Φεντερασιόν ως τον Μάη του '36 (1908-1940), στο Το εργατικό-Συνδικαλιστικό κίνημα της Θεσσαλονίκης-H ιστορική φυσιογνωμία του, Θεσσαλονίκη 1997.
- Γιάννης Ταμτάκος, Αναμνήσεις μιας ζωής στο επαναστατικό κίνημα, Θεσσαλονίκη 2004.
- Μπάσταρδη μνήμη, Θεσσαλονίκη. 100 χρόνια. Ελλάδας, πατριαρχίας, καπιταλισμού. ειναι αρκετά, Θεσσαλονίκη 2012.
- Κωστής Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης, Αθήνα 1988.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου