H άσκηση όμως της
εξουσίας από τη βάση δεν κράτησε στην πράξη παρά λίγους μονάχα μήνες, από τον
Οκτώβριο του 1917 μέχρι την άνοιξη του 1918. Πολύ γρήγορα οι εργοστασιακές
επιτροπές χάνουν τις αρμοδιότητές τους.
Έτσι ένα διάταγμα της
14ης Νοεμβρίου 1917, αφού προσδιορίσει τις εξουσίες των
εργοστασιακών επιτροπών, σπεύδει να θέσει τα –στενά- όρια της αυτονομίας τους.
Ο εργατικός έλεγχος «που θεσμοθετήθηκε προς όφελος μιας σχεδιασμένης ρύθμισης της
εθνικής οικονομίας» (άρθρο 1) οργανώνεται με βάση ένα πυραμιδοειδές και
ιεραρχικό πρότυπο, καθώς οι εργοστασιακές επιτροπές υπόκεινται στον αυστηρό
έλεγχο ενός «γενικού συμβουλίου εργατικού ελέγχου», του οποίου η σύνθεση
καθορίζεται από το κόμμα.
Οι προθέσεις των
μπολσεβίκων είναι εν προκειμένω σαφείς: στόχος τους είναι να ενσωματώσουν τις
εργοστασιακές επιτροπές στο σύνολο των κρατικών οργανισμών και να τις υποτάξουν
στη δική τους λογική μιας συγκεντρωτικής και, στην πράξη, γραφειοκρατικής
οικονομίας.
Συνεπώς βλέπουμε εδώ να
αντιδιαστέλλονται δυο διαφορετικές αντιλήψεις για τον εργατικό έλεγχο: εκείνη
των μπολσεβίκων, που έχουν κατά νου έναν έλεγχο που ασκείται από το κράτος και εκείνη
των εργοστασιακών επιτροπών, που απαιτούν ο έλεγχος να ασκείται από τους ίδιους
τους εργάτες, εκφράζοντας έτσι τη βούληση της εργατικής τάξης για αυτοδιαχείριση.
Το κίνημα των
εργοστασιακών επιτροπών είχε αρχίσει να αποτελεί πρόβλημα. Πολύ γρήγορα
καταπνίγεται από τους μπολσεβίκους, οι οποίοι προσαρτούν τις εργοστασιακές
επιτροπές στα συνδικάτα, προκειμένου αργότερα να ελέγξουν και τα ίδια τα
συνδικάτα.
Το πρόσχημα που επικαλέστηκαν
είναι ότι η αυτοδιαχείριση δεν λαμβάνει υπόψη τις «ορθολογικές» ανάγκες της
οικονομίας, συντηρεί έναν εγωισμό της επιχείρησης, οδηγώντας στον μεταξύ τους
ανταγωνισμό, καθώς οι επιχειρήσεις ερίζουν για τους ελάχιστους διαθέσιμους
πόρους και πασχίζουν να επιβιώσουν πάση θυσία, παρότι άλλα εργοστάσια είναι πιο
σημαντικά «για το κράτος» και έχουν αρτιότερο εξοπλισμό.
Οι μπολσεβίκοι
εναντιώνονται σε κάθε απόπειρα των εργοστασιακών επιτροπών να συγκροτήσουν τη δική
τους οργάνωση σε εθνικό επίπεδο, και φτάνουν στο σημείο να απαγορεύσουν, μέσω
των συνδικάτων, τα οποία βρίσκονται ήδη υπό τον έλεγχό τους, τη σύγκλιση ενός
πανρωσικού συνεδρίου των επιτροπών. Τόσο μεγάλη υποκρισία επέδειξε ένα κόμμα το
οποίο από τη μία μεμφόταν τις εργοστασιακές επιτροπές, επειδή το όραμά τους ήταν
υπερβολικά τοπικιστικό, και από την άλλη τους απαγόρευε κάθε ομοσπονδιακή οργάνωση
που θα τους επέτρεπε να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της οικονομίας σε
περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.
Ο συγκεντρωτισμός όμως
δεν είναι παρά μια από τις πολλές όψεις της μπολσεβικικής σύλληψης της
οικονομίας της μετάβασης. Ο Λένιν πολύ γρήγορα εξέφρασε της προτίμησή του για
τη «βούληση του ενός» στη διαχείριση των εργοστασίων. Οι εργαζόμενοι οφείλουν
να υπακούουν «τυφλά» στη μοναδική βούληση των επικεφαλής της εργασιακής
διαδικασίας. Ταυτόχρονα η θεώρηση αυτή προεικονίζει την εισαγωγή του
ταιηλορισμού και της αμοιβής με το κομμάτι στα σοβιετικά εργοστάσια.
Υπό την ιδιότητα των
«ειδικών», τα μέλη των παλαιών εκμεταλλευτριών τάξεων επανενσωματώνονται στις
επιχειρήσεις, με τις παλιές τους λειτουργίες και προνόμια […]
Επιπλέον, στη διοίκηση
έχουν εισχωρήσει πολλά μικροαστικά στοιχεία, κατάλοιπα του παλαιού ρωσικού
καπιταλισμού, τα οποία προσαρμόστηκαν γρήγορα στους σοβιετικούς θεσμούς και
ανέλαβαν θέσεις ευθύνης σε διάφορα κομισαριάτα, καθώς αντιλήφθησαν ότι σε αυτά
είχε ανατεθεί η οικονομική διαχείριση.
Έτσι η κρατική
γραφειοκρατία παρεμβαίνει ολοένα και περισσότερο στην οικονομία. Το Πανρωσικό
Συνέδριο των Οικονομικών Συμβουλίων (26 Μαϊου-4 Ιουνίου 1918) αποφασίζει τη συγκρότηση
διοικήσεων σε κάθε επιχείρηση, στις οποίες τα δύο τρίτα των μελών θα
διορίζονται από τα συμβούλια της περιφέρειας ή το Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο,
και μονάχα το ένα τρίτο θα εκλέγεται επιτόπου από τους εργάτες. Το διάταγμα της
28ης Μαΐου 1918 επεκτείνει την κολεκτιβοποίηση στο σύνολο της βιομηχανίας,
αλλά ταυτόχρονα μετατρέπει τις αυθόρμητες κοινωνικοποιήσεις των πρώτων μηνών της
επανάστασης σε απλές εθνικοποιήσεις. Το Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο είναι αυτό
που επιφορτίζεται με την οργάνωση της διοίκησης των εθνικοποιημένων
επιχειρήσεων. Οι διοικητές και τα τεχνικά στελέχη παραμένουν στη θέση τους,
διορίζονται όμως πλέον από το κράτος.
Για τα μάτια του κόσμου
συνεχίζουν να πραγματοποιούνται εκλογές στις εργοστασιακές επιτροπές, αλλά ένα
μέλος του κομμουνιστικού πυρήνα διαβάζει μεγαλόφωνα έναν κατάλογο υποψηφίων που
έχουν εγκριθεί εκ των προτέρων και η ψηφοφορία διενεργείται με ανάταση της
χειρός, παρουσία των ένοπλων «κομμουνιστών φυλακών» της επιχείρησης. Όποιος δηλώνει
ότι διαφωνεί με τους προτεινόμενους υποψηφίους υφίσταται οικονομικές κυρώσεις (μείωση
μισθού κ.τ.λ.). Οι σχέσεις ανάμεσα στους εργάτες και αυτό το καινούργιο
αφεντικό δεν διαφέρουν πια από τις σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ εργασίας και
κεφαλαίου.
«Οφείλετε να γίνετε τα
κύτταρα του κράτους στη βάση», διακηρύσσει ο Λένιν στις 27 Ιουνίου 1918, στο
Συνέδριο των Εργοστασιακών Επιτροπών, οι οποίες όμως δεν διαθέτουν πλέον την παραμικρή
εξουσία.
Εφεξής ο «εργατικός
έλεγχος» είναι ένας θεσμός της εργατικής δημοκρατίας, η επιθεώρηση των εργατών
και των αγροτών.
H εργατική τάξη δεν
αντιδρά όσο γρήγορα και αποφασιστικά θα χρειαζόταν. Είναι διασκορπισμένη και
απομονωμένη μέσα σε μια τεράστια υπανάπτυκτη χώρα, όπου η συντριπτική
πλειονότητα του πληθυσμού είναι αγρότες· είναι επίσης εξαντλημένη από τις στερήσεις
και τον επαναστατικό αγώνα και, το κυριότερο, έχει χάσει το ηθικό της. τα
καλύτερα στοιχεία της την έχουν εγκαταλείψει για τα μέτωπα του εμφυλίου ή έχουν
απορροφηθεί από τον κομματικό ή τον κυβερνητικό μηχανισμό. Ωστόσο αρκετοί είναι
οι εργάτες που δεν είναι ευχαριστημένοι από τις επαναστατικές κατακτήσεις τους,
νιώθουν πως έχουν στερηθεί τα δικαιώματά τους, πως βρίσκονται υπό επιτήρηση,
νιώθουν εξευτελισμό λόγω της περιφρόνησης και της αυθαιρεσίας των νέων
αφεντικών, και αρχίζουν να συνειδητοποιούν την αληθινή φύση του υποτιθέμενου
«προλεταριακού κράτους» και ολόκληρης της θεωρίας της «δικτατορίας του
προλεταριάτου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου