Καλοκαίρι στη
Θεσσαλονίκη. Από παλιά ήθελα να σου γράψω κάτι γι’ αυτό, σαν άλλος Γιώργος Ιωάννου,
μύστης, εραστής και περιπατητής αυτής της πόλης. Σήμερα βρήκα το κουράγιο να το
κάνω, ζητώντας να συμπορευτείς μαζί μου σε μια βόλτα διόλου ευχάριστη για μια γυναίκα.
Ξέρω, όμως, ότι εσύ γοητεύεσαι από το απόκοσμο που αποπνέει η πόλη αυτές τις
μέρες.
Πολλοί θα διαφωνούσαν
πάνω σ’ αυτό, αλλά πιστεύω ότι, αντίθετα με την Αθήνα που το κατακαλόκαιρο σε
ηρεμεί με έναν δικό της ιδιαίτερο τρόπο, η Θεσσαλονίκη σε αγριεύει συθέμελα. Το
μονότονο γλεντοκόπι μιας επίπλαστης ευημερίας, μεταφέρεται το καλοκαίρι σε
παραθαλάσσια κέντρα αέναης επιδειξιομανίας ενώ από την άλλη μεριά το φτωχό πλεόνασμα,
περιστασιακών μεροκάματων και πετσοκομένων συντάξεων, επενδύεται με περηφάνια
σε κάμπινγκ, τροχόσπιτα και ερημικές παραλίες. Για να μην τα πολυλογώ, όλη η
πόλη φεύγει. Το υπόκωφο μήνυμα της εξόδου μεταφέρεται μέσω καυτών αέρινων
ρευμάτων που πλημμυρίζουν σαν φαντάσματα τους δρόμους της πόλης και αλίμονο σ’
αυτούς που δεν το αφουγκραστούν ή επιχειρήσουν να κρυφτούν απ’ αυτό.
Και τότε, θα
αναρωτηθείς, ποιοι παραμένουν στην πόλη; Χιλιάδες όντα, νεκρά για τον κόσμο,
περιφέρονται στους πύρινους δρόμους με στόματα κλειστά και βλέμματα καρφωμένα
στο κενό. Το μονότονο περπάτημά τους θυμίζει πλάσματα εξωγήινα και ζόμπι
κακοφτιαγμένων ταινιών. Χρόνια ολόκληρα παλεύω να τους κατατάξω σε μια ράτσα
ανθρώπων. Ένα παράξενο και ακατανόητο ανθρώπινο είδος, τόσο μακρινό σε μένα που
αρκετές φορές νιώθω πως έρχεται από άλλο πλανήτη που βρίσκεται σε έναν
παράλληλο ανθρώπινο γαλαξία, μη ορατό για τους περισσότερους, στον οποίο
βασιλεύει η μοναξιά, η τρέλα και η δυστυχία. Μια βόλτα στην έρημη Θεσσαλονίκη
αρκεί για να αντικρίσεις και να επεξεργαστείς αυτά τα περίεργα πλάσματα και να
συνειδητοποιήσεις πως το υπάρχον σύστημα ανέκαθεν ήταν μια μεγάλη πηγή
αθλιότητας και εμείς, η εναπομείνασα αυγουστιάτικη πλέμπα των πόλεων, είμαστε
αυτό που λέει ο Μίλλερ «το φαύλο προϊόν μιας σάπιας γης».
Επιπλέον συναντάς κι
άλλα είδη ανθρώπων, τα πιο ταπεινά και καταφρονεμένα μιας ζωής γεμάτη
απελπισία. Άνθρωποι των σκουπιδιών με αυτοσχέδια καρότσια, των οποίων το
σύρσιμο σπάει την μονοτονία της καλοκαιρινής ραστώνης. Ιδρωμένα πρεζόνια που περιφέρονται
απελπισμένα στις ερημιές, ως τα διαχρονικά καλοκαιρινά παράταιρα. Άστεγους που
βρίσκουν ευκαιρία να περπατήσουν καμαρωτά στους άδειους δρόμους, αφού αυτή την
εποχή η πόλη τους ανήκει, καθώς η περιφρόνηση και ο χλευασμός των υπολοίπων πακετάρονται
στις βαλίτσες των διακοπών. Τέλος, φτωχά παππούδια σε μικροσκοπικά μπαλκόνια, μικρά
δουκάτα στο απέραντο βασίλειο της μιζέριας.
Έτσι, λοιπόν, κάθε φορά
που περπατάω στην καλοκαιρινή Θεσσαλονίκη διαπιστώνω ότι καθετί που έχει
δημιουργηθεί σ’ αυτήν την πόλη αποτελεί ένα αστικό ανακάτεμα με μοναδικό σκοπό
το εύκολο και γρήγορο κέρδος. Χλιδάτες καφετέριες, ακριβά εμπορικά καταστήματα
και πολύβουοι δρόμοι κινούνται στο ρυθμό ενός καλά ριζωμένου προγράμματος, που
δεν δέχεται εκτροπές. Γινόμαστε το γρανάζι μιας καλοκουρδισμένης μηχανής που
κατεβάζει στροφές το καλοκαίρι, και αγνοούμε την ύπαρξη μιας στρατιάς ανθρώπων
που αρνούνται πεισματικά να μπουν σε μικροαστικά καλούπια. Γνωρίζουν πως είναι
φτωχοί, δυστυχισμένοι, μόνοι και τρελοί, όμως αυτή η αυτοσυνειδησία αποτελεί
και τη μόνη τους παρηγοριά σε έναν κόσμο απάνθρωπο και ψεύτικο. Τέλος,
γνωρίζουν και κάτι άλλο. Γνωρίζουν την ελπίδα ενός καλύτερου κόσμου, που σαν τη
θάλασσα στέκεται εκεί πιστά και τους περιμένει, να τους εξαγνίσει από τα βάσανα
και τις θλίψεις.
Και η θάλασσα, ξέρεις,
δεν υπακούει σε κοινωνικές ανισότητες. Τους δέχεται όλους. Αιώνιο στοιχείο της
φύσης που δεν χαλάει χατίρι σε κανέναν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου