Ελένη Νανακούδη (12 χρονών τότε):
«Μας οδήγησαν μέσα στο φούρνο (Γκουραμάνη). Εγώ
πιάστηκα από την ποδιά της αδερφής μου που ήταν 20 χρονών και εγώ 10 και της
είπα «Όλγα μου θα μας σκοτώσουν». «Μην φοβάσαι, μου απάντησε, τα μικρά δεν θα
τα πειράξουν. Μόνον εμάς τους μεγάλους».
Έρχεται μετά ένας ταγματαλήτης και στήνει ένα
οπλοπολυβόλο στην πόρτα. Εγώ ήμουν μπροστά – μπροστά. Άρχισε να πυροβολεί απάνω
μας και να μας βρίζει με χυδαία λόγια συγχρόνως. Αφού έριξε όσες σφαίρες
μπορούσε, έριξε μετά μια σκόνη εμπρηστική και πήραμε φωτιά. Είχαν ρίξει και
μπάλες με χόρτο για να καούμε καλλίτερα! Εγώ γύρισα τότε και είδα τη Μαρίκα του
Θεοφάνη με τα μυαλά πεταγμένα από σφαίρα. Η μάνα μου ήταν σκοτωμένη, αλλά και η
αδελφή μου, που η σφαίρα τη βρήκε στο κεφάλι, βγήκε και σφηνώθηκε στην αριστερή
μου παλάμη. Δύο σφαίρες με είχανε βρει και στα δύο μου γόνατα. Αλλά δεν
καταλάβαινα τίποτα ακόμη. Τότε είδα ζωντανή τη Σοφία, του Παναγιώτη του
Αγγελινούδη τη γυναίκα, με το μωρό στην αγκαλιά να κατεβαίνει τη σκάλα. Πήγα
κοντά της, πιάστηκα από τη φούστα της και κατεβήκαμε μαζί. Ο φούρνος καιγότανε
από παντού και άρχισε να πέφτει η σκεπή. Κάτω ήταν όλες σκοτωμένες και
πατούσαμε πάνω στα πτώματα. Είχαμε βουτηχτεί στο ζεστό αίμα! Ακόμη δεν είχα
πάρει είδηση ότι είχα τραυματισθεί στα δύο πόδια και στο χέρι. Ο τρόμος γύρω
δεν με άφηνε να σκεφτώ τίποτα. Δεν προλάβαμε να κατέβουμε κάτω και εμφανίστηκε
στην εξώπορτα ένας ταγματαλήτης και με μαχαίρι έκοψε το λαιμό της Σοφίας της
Αγγελινούδη. Εγώ ήμουνα πίσω της και έτσι χωρίς να με πάρει είδηση τρύπωσα κάτω
από έναν πάγκο. Εκεί ήταν 2-3 γυναίκες που μόλις με είδαν μου είπαν να μην
μιλήσω. Σε λίγο βγήκα έξω γιατί η φωτιά έκαιγε τα πάντα και είδα καμιά δεκαριά
σκοτωμένους. Έπεσα πάνω τους και εκεί είδα και την Τερψιχόρη, τη γυναίκα του
Γρηγόρη του Λασκαρίδη, σκοτωμένη και να θηλάζει το παιδί της! Το αίμα της
πεταγότανε σαν βρύση και με έλουζε ολόκληρη. Το μωρό βύζαινε και έκλεγε μαζί.
Όμως δεν τολμούσα να το ησυχάσω. Έπρεπε να κάνω και εγώ την σκοτωμένη. Σε λίγο
ήρθανε 3-4 ταγματαλήτες και γελάγανε με το μωρό που έκλαιγε. Εγώ προύμυτα. Μου
ρίχνουν μια κλωτσιά στα πλευρά να δουν αν ζούσα. Εγώ τσιμουδιά. Μπορεί στη
στοίβα να ήταν και άλλοι ζωντανοί που να κάνανε το ίδιο με εμένα. Δεν ξέρω.»
Τάσος Ρωμούδης (7 χρονών τότε):
«…Την οικογένειά μου, τη μητέρα μου Ευαγγελία 40
χρονών και τα τέσσερα παιδιά της, ο Χρήστος 12 χρονών, εγώ ο Τάσος 7 χρονών και
τις αδελφούλες μου Ειρήνη και Ελένη 4 χρονών μας οδήγησαν στο Φούρνο
Γκουραμάνη, που ήταν απέναντι από το σπίτι μας. Η αγωνία και ο φόβος μας έζωσαν
όλους… Μετά έριξαν επάνω μας ξερά χόρτα και μια σκόνη και άρχισαν τους
πυροβολισμούς και έτσι μας έβαλαν φωτιά. Και μείς μέσα στο κτίριο καιγόμασταν
ζωντανοί. Έτσι, ο σώζων εαυτό σωθείτω Εγώ ξέφυγα από τη μάνα μου και επειδή
ήμασταν στο ζυμωτήριο, στον επάνω όροφο, κατέβηκα από τις σκάλες στο ισόγειο
και ακριβώς απέναντι υπήρχε ένα μικρό παράθυρο και μια σκαλίτσα απ΄ όπου έβαζαν
τα άλευρα. Είδα λοιπόν ορισμένους να πηδάνε απ΄ το παράθυρο. Έκανα και εγώ το
ίδιο: Άλλωστε ήταν η μοναδική επιλογή, αφού οι καπνοί και οι φλόγες μας έπνιγαν
και μας έκαιγαν ζωντανούς… Στο δρόμο έλεγα, «που πάω μόνος μου, ο πατέρας μου
δεν ξέρω που είναι, η μητέρα μου και τα αδέλφια μου έμειναν και καίγονται στο
φούρνο, μόνος στον κόσμο είμαι πια, τι κάνω τώρα», και με τις σκέψεις αυτές
πέρασα το νεκροταφείο και ανέβηκα προς το βουνό, όπου σ’ ένα πλάτωμα συνάντησα
ένα γεροντάκι και του αφηγήθηκα το τι έζησα…».
Μαρία Αγγελινούδη (40 χρονών τότε):
«… Μας έριξαν σαν αρνιά μέσα στο φούρνο του Γκουραμάνη
και έβαλαν με το πολυβόλο. Πολλοί σκοτώθηκαν και άλλοι τραυματίστηκαν. Εγώ
τραυματίστηκα ελαφρά και ανέβηκα πάνω στο ζυμωτήριο. Εκεί ήταν και ο Πρόεδρος
της Κοινότητας, τραυματισμένος με την οικογένειά του. Ένα παιδί του έπεσε μέσα
στο καζάνι του ζυμωτηρίου και κάηκε πριν σκοτωθούν οι γονείς του. Εγώ κατέβηκα
απ’ το παράθυρο που κατέβαζαν τις πινακωτές, κι επειδή πολλοί έφυγαν από κείνο
το παράθυρο πριν από μένα, έστησαν απέναντι ένα πολυβόλο και θέριζαν όσους
έβγαιναν.
… Δεν ξέρω πως σώθηκα. Ήμουν πίσω από μια γυναίκα μ’
ένα παιδί στην αγκαλιά, που δρασκελούσε το παράθυρο. Έπεσε νεκρή απ΄ τις
σφαίρες που ρίχτηκαν, κι εγώ έπεσα δίπλα της. Η πλάτη μου ήταν γεμάτη μυαλά και
απ’ τα χέρια μου έτρεχαν αίματα. Με πέρασαν για σκοτωμένη και δεν
ξαναπυροβόλησαν. Κι εγώ έμεινα ακίνητη. Ύστερα πέσανε πάνω μου άλλοι νεκροί και
με σκέπασαν, αλλά άκουγα όσα λέγανε… Λίγο πιο πέρα τραβούσαν τον Παπαδημήτρη
απ’ τα γένια και τον ρωτούσαν: «εσύ τραγόπαπα από πού είσαι; Κομμουνιστής
είσαι;» Άκουγα και κλάματα και ουρλιαχτά αλλά δεν ήξερα από πού έρχονταν αυτά.
Όταν σταμάτησα να ακούω και τον παραμικρό θόρυβο σηκώθηκα απ’ το σωρό των
νεκρών και έφυγα έξω απ΄ το χωριό…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου