Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

Η γέννηση των παρισινών βουλεβάρτων

Τι ήταν λοιπόν αυτός ο δημόσιος χώρος, το βουλεβάρτο, και πώς εμφανίστηκε; Κάθε ένας στο Παρίσι στον καιρό του Μπωντλαίρ ήταν φυσικά απολύτως ενήμερος ότι στα προϋπάρχοντα βουλεβάρτα έτρεξε το αίμα των εργατών κατά τη διάρκεια των σφαγών του Ιουνίου του 1848. Τα δίκαια αυτών που περίμεναν μια κοινωνικού χαρακτήρα δημοκρατία, μια πολιτεία τροφό – σε αντιπαράθεση με τα δίκαια όσων επιζητούσαν μια δημοκρατία σε καθαρά πολιτικό επίπεδο – είχαν αποκρουστεί με την βία πάνω στα βουλεβάρτα και μετά από αυτό η πρόσβασή τους στη δημόσια σφαίρα της πολιτικής είχε περιοριστεί αυστηρά.  Υπήρχαν εκείνη την εποχή πολλοί – όπως και τώρα – που θεωρούσαν τα νέα βουλεβάρτα χώρους κατασκευασμένους για στρατιωτικούς σκοπούς, με στόχο την επίβλεψη και τον έλεγχο. Η κατασκευή των νέων βουλεβάρτων κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Αυτοκρατορίας θεωρήθηκε στρατηγική, σχεδιασμένη για να επιτρέψει την ελεύθερη ανάπτυξη γραμμών πυρός και την παράκαμψη των δυσπρόσβλητων οδοφραγμάτων που ανυψώθηκαν στους στενούς ελικοειδείς δρόμους και έκαναν την στρατιωτική καταστολή του 1848 τόσο δύσκολη. Το στρατιωτικό πραξικόπημα που εγκαθίδρυσε τη Δεύτερη Γαλλική Αυτοκρατορία το 1851 πρώτα πήρε υπό τον έλεγχό του τα βουλεβάρτα. Τα νέα βουλεβάρτα ερμηνεύτηκαν σαν δημόσιοι χώροι που διευκολύνουν την κρατική προστασία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας της αστικής τάξης. Δεν θα έπρεπε επομένως να είναι ανοιχτά σε όσους ενδέχεται να προκαλέσουν – η ακόμη και μόνο να φαίνεται ότι προκαλούν με την σημασία των κουρελιών που φοράνε – την αστική κοινωνική τάξη.



 Η στρατιωτική κυριαρχία δεν ήταν πάντως παρά μόνο μια δευτερεύουσα πλευρά της κατασκευής των νέων βουλεβάρτων. Κατά πρώτο λόγο πρόκειται για δημόσιες επενδύσεις σχεδιασμένες για να προωθήσουν τα ιδιωτικά κέρδη μετά την εμφάνιση της σοβαρής οικονομικής ύφεσης της περιόδου 1847 – 1849. Χρηματοδοτούμενα από το έλλειμμα, υπήρξαν μια  εκδήλωση αυτού που αργότερα έγινε γνωστό σαν μίγμα πολιτικού και στρατιωτικού κεϋνσιανισμού. Σαν τέτοιο έκανε πολλά για να αναζωογονήσει την οικονομία και να αυξήσει τις αξίες της ιδιωτικής ιδιοκτησίας τόσο άμεσα, όσο και έμμεσα. Οι ιδιοκτήτες γης και ακίνητης περιουσίας, κάποιοι από τους οποίους στην αρχή αντιστάθηκαν στις απαλλοτριώσεις, άρχισαν όλο και πιο πολύ να τις ευνοούν, όσο η Δεύτερη Αυτοκρατορία προχωρούσε – εν μέρει διότι κατάφερναν να διογκώνουν τις τιμές της γης και των ακινήτων για δικό τους όφελος. Η σημασία των νέων δημόσιων χώρων εξαρτιόταν ξεκάθαρα σε μεγάλο βαθμό από τα ιδιωτικά συμφέροντα που την υποστήριζαν, όπως αυτά των γαιοκτημόνων, των κατασκευαστών, των εργαζομένων στις κατασκευές και των εμπόρων όλων των ειδών.



 Υπήρχε όμως μία σειρά από δευτερογενείς συνέπειες, οι οποίες είχαν ισχυρό απόηχο σε ότι αφορά την πολιτική στη δημόσια σφαίρα, και είναι αυτή η διαδοχή δευτερογενών συνεπειών, στις οποίες επιθυμώ εδώ να εστιάσω πιο προσεκτικά. Όλο και περισσότερο, όπως σημειώνει ο Ρίτσαρντ Σέννεττ, το «δικαίωμα στην πόλη» κατέληγε ένα προνόμιο της αστικής τάξης. Ο κοινωνικός έλεγχος και η επιτήρηση για το ποιοι αποτελούνε – ή δεν αποτελούνε – το «κοινό» στο οποίο η πόλη απευθύνεται προχωρούσαν αναλόγως. Η επιβεβαίωση του χαρακτήρα των νέων δημόσιων χώρων – δηλαδή η μεγαλοπρέπεια που επιδείκνυαν τα βουλεβάρτα – εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τον έλεγχο των ιδιωτικών λειτουργιών και δραστηριοτήτων που ελάμβαναν χώρα στα όριά τους. Ο Ωσμάν έθεσε σε εφαρμογή μια διαδικασία «μπουρζουαδοποίησης» του κέντρου της πόλης, η οποία συνεχίστηκε για πολύ καιρό μετά. Επιχείρησε να εκδιώξει τις μεταποιητικές δραστηριότητες – και πιο συγκεκριμένα τις οχλούσες όπως η βυρσοδεψία – και την συνδεδεμένη μαζί τους εργατική τάξη, που συχνά βρίσκονταν στο επίκεντρο κάθε πολιτικής ανταρσίας, από το κέντρο της πόλης. Υπαγόρευσε αυστηρά κριτήρια στον σχεδιασμό και την μορφολογία, τόσο των δημόσιων όσο και των ιδιωτικών κατασκευών πάνω και γύρω από τα βουλεβάρτα – που είχαν διαρκή επίδραση στην αρχιτεκτονική και γενικότερα στην αισθητική του Παρισιού. Κάθε ιδιωτική δραστηριότητα εξαναγκάστηκε να τεθεί στην υπηρεσία του πολιτικού στόχου, που ήταν ο σχηματισμός ενός συγκεκριμένου είδους δημόσιου χώρου ο οποίος αντανακλούσε το αυτοκρατορικό μεγαλείο, την στρατιωτική προστασία και τον πλούτο και την αφθονία της αστικής τάξης. Ο Ωσμάν επιδίωξε να καταστήσει τους ιδιωτικούς και τους δημόσιους χώρους του Παρισιού αμοιβαία αλληλοϋποστηριζόμενους. Όμως αυτό το έκανε με ταξικούς όρους – όπως συνέβη πρόσφατα και στην αναδιοργάνωση της πλατείας Τάιμς της Νέας Υόρκης. Αυτή είναι ολοφάνερα και η κατάσταση που περιγράφει ο Μπωντλαίρ: παρόλο που είναι ακόμη υπό κατασκευή, το βουλεβάρτο είναι γεμάτο μεγαλοπρέπεια, αντανακλώντας και τη λαμπρότητα της διακόσμησης του καφέ. Το καφέ – ένας χώρος αποκλειστικά εμπορικός – και το βουλεβάρτο – ο δημόσιος χώρος – σχηματίζουν ένα συμβιωτικό σύνολο, στο οποίο κάθε στοιχείο επιβεβαιώνει τον χαρακτήρα του άλλου. Όμως αυτό συνεπάγεται ότι ο δημόσιος χώρος πρέπει να ελέγχεται καταλλήλως. Ο φτωχός, αδιάφορο πόσο «άξιος» είναι, πρέπει να αποκλείεται από αυτόν, ακριβώς όπως και από το καφέ.


Απόσπασμα από «Η Πολιτική Οικονομία του Δημόσιου Χώρου» του Ντέιβιντ Χάρβεϋ. Επιμέλεια-Μετάφραση: Κώστας Βουρεκάς. Πηγή: http://socialpolicy.gr/2015/05/david-harvey-%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CF%8C%CF%83%CE%B9%CE%BF%CF%85-%CF%87.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου