Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Ερρίκο Μαλατέστα: H ζωή ενός επαναστατημένου ανθρώπου


του Άκη Βαρβαρήγου


«Άνδρας είτε γυναίκα, ο αναρχικός είναι ένας ανυπότακτος, ένα άτομο που διεκδικεί το πάθος, γιατί πιστεύει ότι είναι δημιουργικό». Στη σύντομη αυτή περιγραφή του Andre Nataf θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι οι αναρχικοί αποτελούν έναν κόσμο ολόκληρο που κουβαλάει στις καταπονημένες πλάτες του ένα πλούσιο ιστορικό παρελθόν. Ένα παρελθόν που νοηματοδοτήθηκε από μια διαδικασία ανατροπής, πλαισιωμένης από όλα εκείνα τα στοιχεία, όπως ο έρωτας για την ελευθερία και τη γνώση, το πνεύμα αντίθεσης και η επαναστατική διάθεση, που εξοβελίζονται μέσα στη δίνη των μεγάλων γεγονότων. Οι ιστορικές διαδρομές των αναρχικών δεν περιέχουν κανένα μεγαλείο, καμία δόξα. Αντίθετα διέσχισαν έναν ταλαιπωρημένο κόσμο, πλάι στις κραυγές και τον πόνο των πολλών και «άφωνων» υποκειμένων της Ιστορίας.

Ο Ερρίκο Μαλατέστα, που γεννήθηκε σαν σήμερα πριν από 162 χρόνια, αποτέλεσε μέρος αυτής της ιστορίας. Ενσάρκωσε απόλυτα το πάθος που διαπερνούσε τις ψυχές των αναρχικών και εμπλούτισε με τα γραπτά του τον Λόγο που αποζητούσαν οι καταφρονεμένες και άμορφες μάζες των εργατών. 




Στο διαδίκτυο μπορεί κανείς να βρει με ευκολία το σύνολο του θεωρητικού του έργου, το οποίο αγγίζει όλες τις πτυχές της αναρχικής κοσμοθεωρίας. Στο παρόν άρθρο, ωστόσο, θα γίνει ένα σύντομο αφιέρωμα στην πολυτάραχη ζωή του Μαλατέστα, προκειμένου να διεισδύσουμε, όσο είναι δυνατόν, στο παρελθόν  του επαναστατημένου ανθρώπου και να ανασύρουμε στο «τώρα», σκόρπιες στιγμές από την μακραίωνη παράδοση των καταπιεσμένων. Μια βιογραφία του Μαλατέστα, ακόμα και μια σύντομη σαν τη δική μας, δεν αποτελεί μια εύκολη διαδικασία, καθώς απαιτείται η καταγραφή μιας ιλιγγιώδους ζωής γεμάτης από τους υπόκωφους ήχους του παρελθόντος. Ο ίδιος άλλωστε δεν άφησε απομνημονεύματα: «Δεν υπάρχει βιασύνη» έλεγε «Θα ασχοληθώ με αυτό όταν δεν θα υπάρχουν σημαντικά πράγματα να κάνω, δηλαδή όταν γεράσω», αλλά, όπως επισημαίνει ο Luigi Fabri, πάντα έβρισκε πιο σπουδαία πράγματα να κάνει, αφού ουδέποτε ένιωσε να γερνάει και έτσι δεν έγραψε ποτέ τα απομνημονεύματά του. 

Н σημαντικότερη φυσιογνωμία του ιταλικού αναρχισμού γεννήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου του 1853, στη Σάντα Μαρία Κάπουα Βέτερε στην επαρχία της Καζέρτα. Οι πληροφορίες που υπάρχουν για το οικογενειακό του περιβάλλον είναι συγκεχυμένες. Φαίνεται πως οι γονείς του ήταν σεμνοί κτηματίες με φιλελεύθερες ιδέες, τους οποίους έχασε νωρίς καθώς, όπως σημειώνει ο ίδιος σε άρθρο του: «Ήμουν μαθητής και ζούσα με τον αδελφό μου και ένα γέρο θείο μου, ο οποίος ήταν σαν μητέρα για εμάς μετά τον θάνατο των γονιών μας». Από μικρός έδειξε τις διαθέσεις του απέναντι στην εξουσία, όταν στα δεκατέσσερά του χρόνια συνελήφθη από τις αρχές επειδή έγραψε ένα «αναιδέστατο» γράμμα στον βασιλιά Βίκτωρα-Εμμανουήλ Β’ προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για την αδικία που επικρατούσε στην περιοχή.  



Στο μεταξύ, οι επαναστατικές διαθέσεις του νεαρού Μαλατέστα προσπαθούσαν απεγνωσμένα να ενταχθούν σε κάποιον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Αρχικά θέλησε να προσχωρήσει στο δημοκρατικό κίνημα του Τζιουζέπε Ματσίνι. Καθώς  όμως οι αρχές του κόμματος απέρριψαν αυτούς που είχαν σοσιαλιστικές τάσεις, αναγκάστηκε να στραφεί στη Διεθνή των Εργατών. Συναντήθηκε με πολλά μέλη της ιταλικής πτέρυγας της Διεθνούς, όπως ο Φανέλλι και ο Παλαντίνο. Τα δραματικά γεγονότα της Παρισινής Κομμούνας το 1871 τον παρακίνησαν να παρατήσει τις σπουδές στην ιατρική ώστε να ασχοληθεί ενεργά με τις δραστηριότητες της Διεθνούς, ως επίσημο μέλος της πια. Н ζωή του στο εξής θα αφιερωνόταν, με κάθε θυσία, στο σπάσιμο των απανταχού δεσμών της εργατικής τάξης.

Το 1872 κατέφυγε μαζί με το Καφιέρο, τον γιο ενός πλούσιο γαιοκτήμονα της Μπαρλέττα και γνώριμο του αναρχικού επαναστατικού κινήματος, στην Ελβετία που αποτέλεσε το καταφύγιο για πολλά μέλη της Διεθνούς, μετά την άγρια καταστολή που υπέστησαν ως απόρροια της κατάρρευσης της Κομμούνας του Παρισιού. Εκεί γνώρισε τον Μπακούνιν, ο οποίος στάθηκε δίπλα του με καρτερικότητα και στοργή την περίοδο που τον ταλαιπωρούσε μια σοβαρή αρρώστια. Στα συνέδρια της Διεθνούς στο St. Imier, στα βουνά Ιούρα της Ελβετίας ο Μαλατέστα στάθηκε πλάι στην ομάδα του Μπακούνιν. Γράφει γι’ αυτούς ο Nataf

«Στην αρχή ήταν μειοψηφία. Αυτοί όμως ήταν που, παρά τις αδεξιότητες τους, έκαναν το κίνημα να προχωρήσει […] πιο ανυπόμονοι, διεκήρυσσαν την άμεση δράση, δηλαδή την άμεση, ολοκληρωτική και αποφασιστική δράση, χωρίς μεταβατικό στάδιο, ούτε συμβιβασμούς, που τα θεωρούσαν ευκαιρία για να ανασυγκροτηθούν οι αντιδραστικές δυνάμεις».



Ο Μπακούνιν πίστευε ότι οι ιδέες του ταίριαζαν εκπληκτικά με τις κοινωνικές συνθήκες στην Ιταλία της περιόδου και ο Μαλατέστα συνταυτίστηκε από την πρώτη στιγμή με τις ιδέες του μεγάλου ρώσου αναρχικού. Το 1874 ο Μπακούνιν έβαλε μπρος τα σχέδιά του για έναν ξεσηκωμό στην Ιταλία. Στο πλευρό του βρέθηκαν αρκετοί Ιταλοί αναρχικοί, ανάμεσά τους και ο Μαλατέστα. Ωστόσο μια εξέγερση που ξέσπασε στην Μπολόνια, καταπνίγηκε γρήγορα από τις αρχές, αφού τα σχέδια των επαναστατών παραδόθηκαν στους αστυνομικούς από διάφορους χαφιέδες. Ο Μαλατέστα αρχικά το έσκασε, κρυμμένος μέσα σ’ ένα κάρο από σανό, όμως δεν τα κατάφερε διότι τον αναγνώρισαν και τον συνέλαβαν. Μετά την αθώωσή του από το δικαστήριο, δεν ακολούθησε τον δρόμο της απογοήτευσης και της εγκατάλειψης του αγώνα, όπως έκανε ο Μπακούνιν, αλλά συνεπής στις ιδέες του συνέχισε τον αγώνα, διατρέχοντας τα βουνά της κεντρικής Ιταλίας, μαζί με πιστούς συντρόφους του, διακηρύσσοντας συνθήματα κοινωνικής απελευθέρωσης σε φτωχούς χωρικούς.





Αποκορύφωμα των πρώτων επαναστατικών δράσεων του Μαλατέστα υπήρξε η εξέγερση στο Μπενεβέντο τον Απρίλιο του 1877. Μαζί με τον Καφιέρο και τον Στεπνιάκ, έναν Ρώσο αναρχικό που συμμετείχε στην εξέγερση στη Βοσνία εναντίον των Τούρκων τον προηγούμενο χρόνο, αποφάσισαν ένα μεγάλο χτύπημα που θα ξέπλενε την ντροπή της αποτυχίας στην Μπολόνια και θα προκαλούσε μια αυθόρμητη επαναστατική έκρηξη σε όλη την περιφέρεια της Καμπανίας. Ο Καφιέρο πούλησε ό,τι απέμεινε από την περιουσία του για να αγοράσουν όπλα ενώ μια ρωσίδα αγωνίστρια η Σμέτσκαγια ενίσχυσε με χρήματα αυτή την προσπάθεια. 

Н εξέγερση ξέσπασε στο ήσυχο κεφαλοχώρι του Σαν Λούπο στην ανατολική άκρη της οροσειρά Ματέζε. Για κακή τους τύχη, όμως, η τοπική αστυνομία γνώριζε τα σχέδια τους από κάποιον συνεργάτη του Μαλατέστα. Έτσι, ένα βράδυ καθώς ξεφόρτωναν τα όπλα, χωρίς τις απαραίτητες προφυλάξεις, τους επιτέθηκε ένα απόσπασμα καραμπινιέρων. Στις σύντομες αψιμαχίες που ακολούθησαν σκοτώθηκε ένα καραμπινιέρος και όλη η ομάδα, κάπου τριάντα αναρχικοί, αποφάσισε να διασχίσει τα χιονισμένα βουνά προκειμένου να ξεσηκώσει τα απομακρυσμένα χωριά της περιοχής.



 Н επιτυχία που είχαν στο χωριό Λετίνο απομάκρυνε τη δυσαρέσκεια από την αποτυχία στο Σαν Λούπο. Το μικρό χωριουδάκι έγινε ο τόπος, έστω και για λίγες ώρες, που αναδύθηκε το διαχρονικό όραμα του αναρχισμού. Οι επαναστάτες έκαψαν όλα τα κρατικά αρχεία που περιείχαν συμβόλαια ιδιοκτησίας, καταγραφές χρεών και φόρων της κοινότητας καθώς και μια προσωπογραφία του βασιλιά. Ο Μαλατέστα μαζί με τον Καφιέρο έβγαλαν λόγο προς τους χωρικούς καταγγέλλοντας τους πλούσιους και την φορολογία στο όνομα μιας ακρατικής κομμουνιστικής κοινωνίας. «Για τους χωρικούς» επισημαίνει ο Nataf, «έχει έλθει ο κόσμος ανάποδα». Το όνειρό τους δεν κράτησε για πολύ. Στις 11 Απριλίου τα κυβερνητικά στρατεύματα αιφνιδίασαν τους επαναστάτες σε ένα αγρόκτημα κοντά στο χωριό Γκάλλο. Πεινασμένοι και ταλαιπωρημένοι από το κρύο δεν κατάφεραν να ξεφύγουν. Συνελήφθησαν και οδηγηθήκαν όλοι στη φυλακή. Н εξέγερση στο Μπενεβέντο, που παρουσιάζεται και στην ταινία των αδελφών Ταβιάνι" San Michele aveva un gallo" (1972), κράτησε μόλις έξι μέρες. 



Μετά από 16 μήνες ο Μαλατέστα αποφυλακίστηκε χάρη στη γενική αμνηστία που χορήγησε ο νέος βασιλιάς Ουμβέρτος Α’. Στη συνέχεια η αστυνομία έγινε η σκιά του σε κάθε βήμα, μιας και το κλίμα επιείκειας προς τους ριζοσπάστες είχε πια καταρρεύσει εξαιτίας των διαδοχικών τρομοκρατικών επιθέσεων από μεμονωμένους φανατικούς στη Νάπολη και στη Φλωρεντία. H εξέλιξη αυτή τον ανάγκασε να καταφύγει στην Αίγυπτο όπου υπήρχαν αρκετοί σύντροφοί του. Από εκεί, διωγμένος από τον Ιταλό πρόξενο, πήγε στη Μασσαλία, όπου εργαζόταν ο Καφιέρο σε ένα εστιατόριο. Αφού πέρασε για λίγο καιρό από τις γαλλικές φυλακές απελάθηκε το 1879, μαζί με τον πιστό φίλο του και διέφυγε στην Ελβετία όπου εκεί γνώρισε τον Κροπότκιν, τον «μαύρο πρίγκιπα της Αναρχίας». Στο πλάι του εργάστηκε για την ανασυγκρότηση της Ομοσπονδίας του Ιούρα καθώς και για την έκδοση αρκετών επαναστατικών φυλλαδίων. Το 1880, μετά την απέλασή του και από την Ελβετία αποφάσισε να πάει στο Λονδίνο. Πριν φτάσει, έκανε μια στάση στο Παρίσι για να καταθέσει στεφάνι στον Τοίχο των Ομοσπόνδων, στην επέτειο της Κομμούνας μαζί με μια τοπική αναρχική ομάδα. Όταν οι αστυνομικοί τους επιτέθηκαν για να τους πάρουν το στεφάνι, ο Μαλατέστα μαζί με έναν Έλληνα σύντροφο μπήκαν μπροστά για να υπερασπιστούν την εκδήλωση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επίσπευση της απέλασής του από τη Γαλλία. 

Έχοντας το Λονδίνο ως ορμητήριο ξεκίνησε μια επαναστατική περιπλάνηση σε όλο τον κόσμο. H καταγραφή όλης αυτής της πορείας είναι γεμάτη από ιστορικές αμέτρητες ψηφίδες που συνθέτουν την πολύπλευρη και ακούραστη προσωπικότητα του Μαλατέστα. Αρχικά πήγε στην Αίγυπτο όπου πολέμησε μαζί με τον στρατό του Ουράμπι Πασά ενάντια στους Βρετανούς αποικιοκράτες. Στη συνέχεια επιχείρησε να πολεμήσει μαζί με τους Σέρβους ενάντια στους Τούρκους, όμως τον σταμάτησαν οι αρχές στην Αυστροουγγαρία και τον έστειλαν στην Ιταλία. Εκεί ίδρυσε την εβδομαδιαία αναρχική εφημερίδα "Το Κοινωνικό ζήτημα", την πρώτη σοβαρή εφημερίδα του ανταγωνιστικού κινήματος στην Ιταλία (1844). Την ίδια χρονιά τον συνέλαβαν για τα γραπτά του και κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του, στάλθηκε στη Νάπολη για να φροντίσει, μαζί με άλλους αναρχικούς, τα θύματα μιας επιδημίας χολέρας που έπληξε την περιοχή. Μόλις κατάφερε να μαζέψει τα χρήματα για την εγγύηση αποφυλάκισής του, επιβιβάστηκε κρυφά σ’ ένα πλοίο με προορισμό την Αργεντινή. Στα τέσσερα χρόνια που έμεινε εκεί (1885-1889) κατάφερε, μαζί με άλλους Ιταλούς μετανάστες, να δυναμώσει το ταξικό κίνημα και να κάνει γνωστό το αναρχικό σύστημα ιδεών. 


Το 1889 επέστρεψε στο Λονδίνο και άρχισε τις επαφές με τη Σοσιαλιστική Λίγκα του William Morris. Ωστόσο δεν έλειψαν τα ταξίδια, εκεί που τον καλούσαν οι κοινωνικοί και ταξικοί αγώνες ή σε περιοχές που μπορούσε να δράσει ως φλογερός κήρυκας του αναρχισμού. Έτσι λοιπόν, τα επόμενα οκτώ χρόνια συμμετείχε σε απεργιακούς αγώνες στο Βέλγιο και στην Ολλανδία και πραγματοποίησε διαλέξεις στην Ισπανία και στη Νέα Υόρκη, όπου συναντήθηκε με διάφορες αναρχικές ομάδες Ιταλών και Ισπανών μεταναστών. Το 1900 γύρισε στο Λονδίνο και καταπιάστηκε με διάφορες δουλειές (μηχανικός, ηλεκτρολόγος, επισκευαστής ποδηλάτων, πωλητής παγωτού), όμως τα πράγματα είχαν δυσκολέψει εκεί, αφού μετά τη δολοφονία του βασιλιά Ουμβέρτο στη Μόντζα από έναν Ιταλο-αμερικανό αναρχικό, η αστυνομία τον παρακολουθούσε αρκετά στενά.


Επόμενος σταθμός στην πολυτάραχη ζωή του ήταν το Αναρχικό Συνέδριο του Άμστερνταμ (1907). Η συμμετοχή του αποτέλεσε τη θεωρητική εποποιία ενός μεγάλου έργου που άσκησε μεγάλη επίδραση στο αναρχικό κίνημα. Οι πολύτιμοι λόγοι του Μαλατέστα για την αναρχική οργάνωση και τον συνδικαλισμό συγκλόνισαν τους συμμετέχοντες, ανάμεσα στους οποίους ήταν η Έμμα Γκόλνμαν και ο Ρούντολφ Ρόκερ. Με τον τελευταίο, το 1909, μοιράστηκαν το ίδιο κελί για 3 μήνες για συκοφαντική δυσφήμιση, ωστόσο πολύ σύντομα απελευθερώθηκαν μετά από μια δυναμική καμπάνια από τους συντρόφους τους. Το 1911 καταδικάστηκε από τη βρετανική κυβέρνηση για τις αντιμιλιταριστικές του παρεμβάσεις στον Τύπο με αφορμή τον Ιταλοτουρκικό πόλεμο στη Λιβύη. Γλύτωσε την απέλαση εξαιτίας των εργατικών διαδηλώσεων που είχαν ξεσπάσει σε όλη τη Βρετανία. Λίγα χρόνια αργότερα, η τεταμένη πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στην Ιταλία εκείνη την περίοδο δεν γινόταν να τον αφήσει αδιάφορο. Το 1913 επέστρεψε στην πατρίδα του και συμμετείχε στον αντικοινοβουλευτικό αγώνα των αναρχικών στις παραμονές των γεγονότων που θα συγκλόνιζαν το παγκόσμιο ταξικό κίνημα. Έτσι τον Ιούνιο του 1914, στα γεγονότα της Κόκκινης Εβδομάδας, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο συμμετέχοντας με όλη του την ψυχή στις μαχητικές διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης, που σημειώθηκαν στην Ανκόνα και εξαπλώθηκαν σε όλη την Ιταλία. Μετά την ήττα του κινήματος ακολούθησε η γνωστή, πικρή διαδρομή για το Λονδίνο.



Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, πιστός στις αντιμιλιταριστικές και διεθνιστικές του ιδέες, καταδίκασε τις πολεμικές και πατριωτικές αντιλήψεις που παρουσιάστηκαν σε σοσιαλιστικές αλλά και αναρχικές ομάδες. Στον αντίποδα του μανιφέστου υποστήριξης της Αντάντ  που υπέγραψαν πολλοί αναρχικοί, ανάμεσά τους και ο Κροπότκιν, εξέδωσε τη γνωστή φλογερή διακήρυξη με τίτλο "Οι Αναρχικοί ξέχασαν τις αρχές τους". Εκεί καταδίκασε τον πόλεμο που έμελλε να μετατρέψει την Ευρώπη σ’ ένα απέραντο νεκροταφείο. Έγραφε με πάθος αλλά και έκδηλη απογοήτευση για τη στάση που κράτησε το μεγαλύτερο κομμάτι του ευρωπαϊκού ριζοσπαστικού χώρου: «Θα παλέψω, όπως όλοι μας, για τον θρίαμβο της ειρήνης και της αδερφοσύνης όλων των ανθρώπων». 



Μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψε στην Ιταλία, παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης που ήθελε να εμποδίσει την επιστροφή ενός ανθρώπου ιδιαίτερα αγαπητού σε μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης. Χάρη στην έμπρακτη αλληλεγγύη Ιταλών ναυτικών επέστρεψε οριστικά στην πατρίδα του το 1919 και καταπιάστηκε από την πρώτη στιγμή με την έκδοση μιας καθημερινής αναρχικής εφημερίδας. Το 1920, οι προσπάθειές του απέδωσαν καρπούς με την ίδρυση της «Ουμανιτά Νόβα» μιας εφημερίδας σύμβολο τόσο για το αναρχικό όσο και για το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ιταλία. Παρά την αφοσίωσή του στη θεμελίωση και προπαγάνδιση των αναρχικών ιδεών δεν ξέχασε το καθήκον του που σκιρτούσε στους δρόμους του αγώνα. Παρά την προχωρημένη ηλικία και την καταπονημένη υγεία του, μιλούσε σε συγκεντρώσεις, συμμετείχε σε συνέδρια και κατέβαινε σε δυναμικές πορείες πλάι στους καταπιεσμένους συμπατριώτες του, που είχαν να αντιμετωπίσουν αυτή τη φορά τις νέες αντιδραστικές δυνάμεις που ξεπρόβαλλαν λόγω της οικονομικής κρίσης του Μεσοπολέμου. H κυβέρνηση τον φυλάκισε για ακόμα μια φορά μαζί με τον Αρμάντο Μπόργκι κι άλλους γνωστούς συντρόφους. Όταν αποφυλακίστηκε μετά από λίγους μήνες, το εργατικό κίνημα στην Ιταλία είχε ήδη ηττηθεί και τα ρεφορμιστικά σοσιαλιστικά κόμματα παρέδιδαν τον απαραίτητο πολιτικό χώρο στους μελανοχίτωνες του Μουσολίνι. 



H ζωή του στον αγώνα τελείωνε όπως ακριβώς είχε αρχίσει. H ίδια πίκρα από τη συντριβή της Κομμούνας του Παρισιού βιωνόταν ξανά. Είδε τον χώρο που πίστεψε και υπηρέτησε με πάθος όλα αυτά τα χρόνια να συντρίβεται για ακόμη μια φορά. Εικόνες σκληρές πέρασαν μπροστά από τα μάτια του·  το κάψιμο γραφείων ριζοσπαστικών εφημερίδων και σπιτιών αγωνιστών, τρομοκράτηση και  δολοφονίες αναρχικών συντρόφων από τους φασίστες που εδραιώθηκαν στην εξουσία. Ένας νέος εχθρός για την εργατική τάξη ήταν πια στο προσκήνιο, μόνο που ο Μαλατέστα δεν μπόρεσε να βρεθεί μπροστά του προκειμένου να τον πολεμήσει, όπως επίτασσε το προσωπικό του καθήκον, αφού πέθανε από βρογχοπνευμονία στις 22 Ιουλίου του 1932, φυλακισμένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι από το φασιστικό καθεστώς. 



H ζωή του Μαλατέστα ξεδιπλώθηκε μέσα σε μια παθιασμένη παραγωγικότητα πράξεων και σκέψεων. Το ένα τροφοδότησε το άλλο αδιάκοπα. Πλήρωσε τους αγώνες του για τα αναρχικά προτάγματα πολύ ακριβά. Καταδικάστηκε σε θάνατο τρεις φορές, πέρασε από αρκετές φυλακές και έζησε 36 χρόνια απ’ τη ζωή του στην εξορία, μακριά από την πατρίδα του. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν τον τσάκισε. Βρέθηκε μπροστά σε εκείνον που καταπιέζει, με μια αξιοπρέπεια ατόφια, προλεταριακή. Κανένας δεν τον εξαγόρασε και ουδέποτε πτοήθηκε από τις ήττες. Σύμφωνα με τον Τζιαμπιέτρο «Νίκο» Μπέρτι, βιογράφο του Μαλατέστα και ιστορικό: 

«ο Μαλατέστα είναι ο μεγαλύτερος επαναστάτης της εποχής του, αυτό είναι δεδομένο. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, αναφορικά με το ηθικό του βάρος, είναι κι ένας από τους μεγαλύτερους ανθρώπους της εποχής του, συγκρινόμενος μ’ έναν Γκάντι, έναν Τολστόι, μ’ αυτούς τους γίγαντες του 19ου και 20ού αιώνα[…] Πως μπορούμε ν’ αρνηθούμε αυτό το μεγαλείο; Σαφώς ο Μπακούνιν επινόησε τον αναρχισμό, αλλά ο Μαλατέστα είναι ο ολοκληρωμένος αναρχικός και ακόμη ο πλέον σύγχρονος, και το αναρχικό κίνημα και ο αναρχισμός θα ήταν αδιανόητα χωρίς αυτόν».

Το  πάθος του Μαλατέστα δεν ξέφυγε από τα όρια που διέπουν τη φύση του επαναστατημένου ανθρώπου. Πλησίασε, αλλά δεν περπάτησε ποτέ στα μονοπάτια του μηδενισμού, δεν ήταν Ραβασόλ, Εμίλ Ανρύ ή Ογκίστ Βαγιάν. Μπόλιασε το πάθος του με τη λογική ενός ανθρώπου που γνωρίζει τις αρχές που υπηρετεί, τα όρια που πρέπει να υπερβεί. Οι πράξεις του, δεν μολύνθηκαν από ανούσιες βιαιότητες, από μανία και φανατισμό. Οδηγήθηκε με συνέπεια στην αντάρα του αγώνα για να κάνει επιτεύξιμη τη δικαιοσύνη σε μια αποκαθαρμένη, από κάθε εξουσιαστικό μηχανισμό, γη και όχι πάνω στα αποκαΐδια μιας αιματηρής επανάστασης. Χαρακτηριστικά, έγραφε: «Αν, προκειμένου να νικήσουμε, θα έπρεπε να στήσουμε κρεμάλες στις πλατείες, θα προτιμούσα να χάσουμε».



H καταγραφή της ζωής του Ερρίκο Μαλατέστα, πέρα από ανάκληση μιας λησμονημένης ανθρώπινης ιστορίας, μπορεί, επίσης, να αποτελέσει τη βάση ενός σύντομου στοχασμού πάνω στην Ιστορία. Βίοι ανθρώπων, στους οποίους αντανακλάται μια ταξικότητα, έρχονται από το παρελθόν για να προκαλέσουν ρωγμές στο παραδοσιακό και αποστειρωμένο πλαίσιο των νεότερων ιστορικών μελετών. Με την ανάδειξη δηλαδή επαναστατημένων σκέψεων και πρακτικών του παρελθόντος ο ιστορικός προκαλεί, μέσω μιας διαλεκτικής διαδικασίας, τη ριζοσπαστικοποίηση του παρόντος. Καθιστά με άλλα λόγια τον ιστορικό λόγο ανατρεπτικό αποσπώντας τον από τις κυρίαρχες αφηγήσεις και την επιβαλλόμενη λήθη.



ΒΟHΘHΜΑΤΑ
Andre Nataf, H καθημερινή ζωή των αναρχικών στη Γαλλία, μτφρ. Γεώργιος Σπανός, Αθήνα 1994
Giampietro «Nico» Berti-Massimo Ortalli, Μια ζωή επαναστάτης, στο Περί Αναρχισμού και Βίας, (εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα)

Vernon Richards, Errico Malatesta, His life and ideas, London 1965
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου