Απόψε θα σου μιλήσω για
τον Σαχζάτ.
Ήταν μικρό παιδί, όταν
αποφάσισε να ξεφύγει από μια κοινωνία ανελέητη για τους ανθρώπους, υποταγμένη στα αρχέγονα δεσμά της
δουλείας. Με μπόλικο θάρρος στην καρδιά, το στομάχι άδειο και ξεχασμένος από
τον Θεό του, διέσχισε επικίνδυνες στεριές και θάλασσες. Ο Σαχζάτ δεν λησμόνησε
ποτέ τον σκοπό του. Έπνιξε τους φόβους του και απαρνήθηκε τα πάντα, εκτός από
ένα. Εκείνη την ανέγγιχτη εικόνα, μιας ευτυχισμένης και ανέμελης ζωής, που είχε
ριζώσει γερά στην ψυχή του.
Έφτασε σε μια Ευρώπη
που αργοπέθαινε. Στέριωσε τελικά στην Ελλάδα, στην Αθήνα, όπου έμενε σε ένα
μικρό αχούρι μαζί με άλλους τρεις συμπατριώτες του. Βρήκα να λέει κάποιος για
τον Σαχζάτ ότι: «ζούσε πολύ δύσκολη ζωή. Είχε οχτώ αδέλφια. Έπαιρνε 20 ευρώ
μεροκάματο και τα έστελνε στο Πακιστάν για να παντρευτούν οι αδελφές του. Έλεγε
συχνά ότι ποτέ ο ίδιος δεν θα καταφέρει να κάνει οικογένεια και να ζήσει σαν
άνθρωπος». Μα ο ίδιος δεν τα παράτησε ποτέ αφού μέσα από τα στενάχωρα λόγια του
και από την επίπονη ζωή του ξεπροβάλλει αυτή η παράξενη δύναμη, που μας βοηθά
να ζούμε με αξιοπρέπεια ακόμα και μέσα στη δυστυχία μας.
Ο Σαχζάτ, λοιπόν, για
να μην στα πολυλογώ, ξεκινούσε με το ποδήλατό του στις 2.30 το βράδυ από το
Περιστέρι, όπου κατοικούσε, για να φτάσει μια ώρα μετά στα Πετράλωνα και να
κουβαλήσει πορτοκάλια στη λαϊκή αγορά. Εκείνο το βράδυ του Ιανουαρίου έκανε το ίδιο. Το «δρασκέλισμα» του παλιού ποδηλάτου
στους άδειους και ψυχρούς δρόμους της Αθήνας είναι η συνειδητοποίηση ενός
απόλυτου αγώνα. Είναι η στιγμή όπου η ζωή παλεύει με τον θάνατο, όπου κάθε
σκέψη, κάθε λογισμός σπαταλιέται στο ανώφελο της νύχτας. «Μα εμείς εκεί»
κραυγάζει η ποιήτρια «μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε την ίδια διαδρομή.
Ξεφτίλα-μοναξιά-απελπισία. Κι ανάποδα».
Λίγο πριν φτάσει στον
προορισμό του, ωστόσο, δύο διαβολικές υπάρξεις, υπερασπιστές μιας σαρκοβόρας
ιδεολογίας, κατάφεραν ένα επαγγελματικό χτύπημα με πτυσσόμενο μαχαίρι πάνω στο
βασανισμένο σώμα του. Ο αγώνας μια
σύντομης ζωής και τα νεανικά όνειρα ποδοπατήθηκαν στο όνομα κάποιου ένδοξου
έθνους. “Τους έκοψε το δρόμο με το ποδήλατο”, είπαν….
Αυτές είναι οι ζωές
μας, ένα σκουριασμένο ποδήλατο που οδεύει μες στη νύχτα και την καταχνιά μιας
απάνθρωπης εποχής, παλεύοντας να ξεφύγει από τον θάνατο. Κάθε δρομάκι είναι και
ένας σταθμός μιας απελπισμένης ανθρώπινης πορείας, Σαχζάτ, Παύλος, Αλέξης,
Μιχάλης, Σταματίνα… μνήμες αναδυόμενες από τα σκοτεινά έγκατα των πόλεων,
φορτωμένες με αίμα και πόνο. Χάρη σε αυτές θα αγωνιστούμε ενάντια στο ένστικτο
του θανάτου, προκειμένου να ζήσουμε σαν άνθρωποι, όπως επιθυμούσε ο Σαχζάτ. Ανεξάντλητες
μνήμες απλών ανθρώπων που βροντοφωνάζουν μέσα από τις πλατείες και τα σκοτεινά
δρομάκια των αστικών τοπίων. Τουλάχιστον εμείς που σταθήκαμε πάνω στο δικό μας ποδήλατο,
ας αποφύγουμε την υποδούλωση και να αγωνιστούμε με όλες μας τις δυνάμεις για
την οριστική απελευθέρωση του ανθρώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου