του Άκη Βαρβαρήγου
Την ώρα που η
Γαλλία βρίσκεται σε αναβρασμό εξαιτίας των συγκρούσεων με αφορμή τη
μεταρρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας και σε μια εποχή όπου η σφοδρή
καπιταλιστική κρίση σαρώνει όλες τις ευρωπαϊκές πόλεις, η ιστορία της γαλλίδας
επαναστάτριας Λουίζ Μισέλ, της Κόκκινης Παρθένας της Μονμάρτρης, γίνεται
επίκαιρη ακόμα και 186 χρόνια μετά από τη γέννησή της. H ζωή της, ένα ανάβλυσμα
μιας μανιασμένης ιστορίας, μας θυμίζει πως οι εξεγερτικές στιγμές του παρόντος,
διαμορφώθηκαν από εκείνους που σφυρηλατήθηκαν μέσα στο δράμα και στον πόνο των επαναστατικών
γεγονότων του παρελθόντος αλλά και φέρνει για άλλη μια φορά στο τραπέζι των
ιστορικών προσεγγίσεων την περίφημη θέση του Μπένγιαμιν: «κάθε εικόνα του παρελθόντος που δεν αναγνωρίζεται από το παρόν
αναφορικά με αυτό, απειλεί να εξαφανιστεί αμετάκλητα […]ανασύνθεση του
παρελθόντος δεν σημαίνει αναγνώρισή του "με τον τρόπο που υπήρξε
πραγματικά". Σημαίνει το άρπαγμα μιας μνήμης καθώς αστράφτει σε μια στιγμή
κινδύνου». Έρχεται λοιπόν άλλη μια ιστορία ενός ανθρώπου από την πλούσια
παράδοση των καταπιεσμένων να «αστράψει» σε ένα κατακερματισμένο και
συγκρουσιακό παρόν.
H Λουίζ
γεννήθηκε στις 29 Μαΐου του 1830, σ’ ένα μικρό γαλλικό χωριό στην περιοχή του
Ωτ Μαρν (Haute – Marne). Από πολύ μικρή έδειξε κλίση στα γράμματα και ιδιαίτερα
στην ποίηση. Έστειλε μάλιστα τα πρώτα της ποιήματα στον Βίκτωρα Ουγκώ με τον
οποίο ανέπτυξε μια δυνατή φιλία. Μόλις ολοκλήρωσε τις σπουδές της, εργάστηκε ως
δασκάλα σε μικρά ιδιωτικά σχολεία της περιοχής ,προκειμένου να αποφύγει τον
όρκο στον αυτοκράτορα που απαιτούσαν τα δημόσια σχολεία. Στα σχολεία όπου
δίδαξε, εφάρμοσε ελευθεριακές εκπαιδευτικές μεθόδους που έφερναν τα παιδιά σε
επαφή με τη φύση. Το 1856 εγκατέλειψε την ήσυχη ζωή της επαρχίας και έφυγε για
το Παρίσι, το καταφύγιο πολλών ανήσυχων πνευμάτων της εποχής. Εκεί, έγινε μέλος
στην «Ένωση Ποιητών», συναναστράφηκε με σπουδαίους δημιουργούς και καλλιτέχνες
της πόλης και λίγα χρόνια αργότερα ίδρυσε το δικό της σχολείο με τα λίγα
χρήματα που είχε στην άκρη.
Αυτό όμως που
διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στη ζωή της στην πρωτεύουσα, αποτέλεσε η σύμπλευσή
της με εκείνα τα κομμάτια της κοινωνίας που λειτούργησαν ως εκκολαπτήρια
ριζοσπαστικών ιδεών και ιδανικών, μέσα σε μια πόλη που έδρεπε τους καρπούς της
πλαστής ευμάρειας και των μεθυστικών αυταπατών τις οποίες γεννούσε ο
οικονομικός μετασχηματισμός του αστικού μοντέλου, που είχε εφαρμόσει ο
αυτοκράτορας Λουδοβίκος Βοναπάρτης σε συνεργασία με τον πολεοδόμο Ζορζ Εζέν
Οσμάν. Έτσι, ήρθε σε επαφή με μελλοντικά στελέχη της Κομμούνας, που διαπνέονταν
από τα επαναστατικά οράματα του Προυντόν και του Μπλανκί, όπως ο Ραούλ Ριγκώ, ο
Λισαγκαρέ, ο Τολαίν και ο Θεόφιλος Φερρέ. Τον Αύγουστο του 1870 συμμετείχε στη
διαδήλωση αλληλεγγύης προς τους μπλανκιστές Έντ και Μπριντώ, που είχαν συλληφθεί ως
πρωτεργάτες μιας αποτυχημένης εξέγερσης στη συνοικία Μπελβίλ
και αργότερα, παραμονές της εξέγερσης της Κομμούνας και με τις πρωσικές
δυνάμεις να έχουν περικυκλώσει το Παρίσι, συμμετείχε σε μαζικές διαδηλώσεις
γυναικείων οργανώσεων που ζητούσαν τη στρατολόγησή τους στην Εθνοφρουρά. Σε μια
από αυτές μάλιστα συνελήφθη για πρώτη φορά και όταν οι επαναστατικοί καπνοί
πύκνωναν πάνω από το πολιορκημένο Παρίσι, δεν δίστασε να οπλιστεί και να
επιτεθεί σε στρατιωτικές δυνάμεις που φρουρούσαν το δημαρχείο.
Τον Μάρτιο του
1871 ανακηρύχθηκε η Κομμούνα στο Παρίσι, το οποίο, σύμφωνα με τον Μπακούνιν, «επιβεβαίωσε για μια ακόμα φορά την ιστορική
του ικανότητα να παίρνει την αρχηγία και να δείχνει στις υποδουλωμένες μάζες το
μοναδικό δρόμο της απελευθέρωσης και της σωτηρίας». H Λουίζ ήταν
αποφασισμένη να γίνει μέρος αυτού του βραχύβιου εγχειρήματος που αποτέλεσε
θρυλική εποποιία του διεθνούς επαναστατικού κινήματος. Τα χαράματα της 18ης
Μαρτίου συμμετείχε, μαζί με άλλες γυναίκες, στον αφοπλισμό των στρατιωτών, που
επιχείρησαν να αρπάξουν, τα αποθηκευμένα στο Λόφο της Μονμάρτρης, κανόνια των
λαϊκών πολιτοφυλακών. Αμέσως μετά η κεντρική επιτροπή της Εθνοφρουράς κυριάρχησε
στο Παρίσι και ανακηρύχθηκε η Κομμούνα, η οποία τους επόμενους δυο μήνες, ρίχτηκε
με πάθος σ’ ένα «θανάσιμο αγώνα που
έπρεπε να συνεχίσει ενάντια στην αντίδραση των Βερσαλλιών, για να μπορέσει αν
όχι να εφαρμόσει, τουλάχιστον να επεξεργαστεί θεωρητικά το σοσιαλιστικό της
πρόγραμμα», όπως μας πληροφορεί ο Μπακούνιν. Σε αυτόν τον αγώνα η Λουίζ συμμετείχε
με όλες τις ψυχικές τις δυνάμεις. H εικόνα της ως ακάματης μαχήτριας διαπερνάει
κάθε ιστορική σελίδα της Παρισινής Κομμούνας. Πράγματι, πολέμησε σε διάφορα
οδοφράγματα, κατασκευασμένα στις φτωχογειτονιές τις οποίες είχε «ξεχάσει» το
αναπτυξιακό πρόγραμμα του Οσμάν. Το θάρρος που επέδειξε δίπλα στους άντρες
συμπολεμιστές της, ήταν τέτοιο ώστε τα κατορθώματά της, στις μάχες του
Απριλίου, καταγράφηκαν στην επίσημη εφημερίδα της Κομμούνας: «Μια δυναμική γυναίκα έχει αγωνιστεί στις τάξεις
του 61ου τάγματος και σκότωσε
μερικούς αστυνομικούς και στρατιώτες».
Καθώς μαίνονταν
οι συγκρούσεις, ενάντια στα στρατεύματα των Βερσαλλιών, απάγγελνε ποιήματα του
Μπωντλαίρ στα οδοφράγματα και έπαιζε αρμόνιο σε μια εκκλησία στην περιοχή του
Νεϊγύ προκειμένου να εμψυχώσει τους συναγωνιστές της. H Λουίζ έδωσε όλη της την
ψυχή στην υπεράσπιση της παρισινής επανάστασης που έσπειρε τον φόβο στους
αντιδραστικούς κύκλους της Ευρώπης. Στα απομνημονεύματά της αναφέρει
χαρακτηριστικά: «Ναι, βάρβαρη καθώς ήμουν,
αγαπούσα τα κανόνια, τη μυρωδιά της πυρίτιδας στον αέρα, αλλά πάνω απ’ όλα
ήμουν ερωτευμένη με την επανάσταση». Με το ίδιο πάθος στην ψυχή πολέμησε
στα τελευταία οδοφράγματα μαζί με τους φτωχούς εργάτες των ανατολικών συνοικιών,
που βρέθηκαν περικυκλωμένοι από τα κυβερνητικά στρατεύματα στις 21 Μαΐου. Μετά
από οχταήμερο αγώνα παραδόθηκαν οι τελευταίοι υπερασπιστές της Κομμούνας και
τις επόμενες μέρες η κυβέρνηση των Βερσαλλιών επιδόθηκε σε σκληρά αντίποινα
κατά των επαναστατών. Τα πολυβόλα του στρατού πότισαν με αίμα τους δρόμους της
«Πόλης του Φωτός», κάπου 10.000 Κομουνάροι έχασαν τη ζωή τους, ανάμεσά τους και
πολλά γυναικόπαιδα. «H τελευταία βδομάδα»
έγραψε ο Нobsbawm «έδειξε
απλώς ότι ο εργαζόμενος λαός του Παρισιού μπορούσε να πεθάνει εξίσου άγρια όσο
είχε ζήσει».
Н Λουίζ, αν και
στην αρχή κατάφερε να ξεφύγει, λίγες μέρες αργότερα παραδόθηκε, καθώς η
κυβέρνηση κρατούσε τη μητέρα της ως όμηρο και απειλούσε να την εκτελέσει. Τον
Σεπτέμβριο μεταφέρθηκε στις φυλακές του Αρράς και μετά από τρεις μήνες ξεκίνησε
η δίκη της. Αν και είδε το όνειρο της επανάστασης να συντρίβεται και πολλούς
συναγωνιστές της να σφαγιάζονται από τους δήμιους των Βερσαλλιών, επέδειξε στο
δικαστήριο απαράμιλλο θάρρος περιφρονώντας τις δικαστικές αρχές. Н ομιλία της προς
στους δικαστές αποτελεί υπόδειγμα μιας συνεπούς στάσης, καμωμένης μέσα στους
αγώνες των καταπιεσμένων, απέναντι σε κάθε «ευυπόληπτη» εξουσία:
«Ανήκω ολοκληρωτικά στην κοινωνική
επανάσταση και δηλώνω ότι αποδέχομαι την ευθύνη για όλες μου τις πράξεις. Καθώς
φαίνεται, κάθε καρδιά που σκιρτά μέσα της η ελευθερία, έχει μόνο το δικαίωμα σε
ένα μολύβδινο βόλι. Απαιτώ λοιπόν και εγώ το μερίδιό μου. Αν με αφήσετε να
ζήσω, δεν θα σταματήσω ποτέ να φωνάζω για εκδίκηση […] Αυτά είχα να πω. Τώρα, αν
δεν είστε δειλοί, σκοτώστε με».
Οι δικαστές,
ωστόσο, απέρριψαν την τολμηρή πρότασή της και αποφάσισαν να την στείλουν μαζί
με άλλους Κομουνάρους στη Νέα Καληδονία του Ειρηνικού. Μετά από ένα επίπονο
ταξίδι τεσσάρων μηνών έφτασε στην απομακρυσμένη γαλλική αποικία, όπου οδηγήθηκε
στις φυλακές μαζί με τους υπόλοιπους εξόριστους. Εκεί μυήθηκε στην αναρχική
ιδεολογία, έπειτα από κοπιαστικές συζητήσεις που είχε με τους αναρχικούς συγκρατούμενους
της Σαρλ Μαλατό και Ναταλί Λεμέλ. Από τον τόπο της εξορίας και για τα υπόλοιπα
χρόνια της ζωής της αγωνίστηκε σκληρά για την οικονομική και κοινωνική ισότητα
των ανθρώπων απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας. Επόμενο ήταν λοιπόν να έρθει
κοντά με τους ιθαγενείς Κανάκους, που είχαν εκτοπιστεί από την αποικιακή
διοίκηση στις στενές κοιλάδες της ενδοχώρας όπου ήταν δύσκολο να καλλιεργηθούν
τα βασικά είδη της διατροφής τους. Н Λουίζ δίδαξε τα μικρά παιδιά των ιθαγενών
και υποστήριξε την εξέγερσή τους το 1878 σε αντίθεση με τους υπόλοιπους
εξόριστους, οι οποίοι βοήθησαν τις Αρχές στο έργο της καταστολής. Н ίδια, πιστή
στα αντιρατσιστικά και ανθρωπιστικά της συναισθήματα, στηλίτευσε τον
αποκεφαλισμό του ηγέτη των ιθαγενών, το κεφάλι του οποίου στάλθηκε στο Παρίσι
σαν λάβαρο νίκης, δείχνοντας την περιφρόνησή της στις θεωρίες περί ευρωπαϊκής
ανωτερότητας: «ας ξεμπερδεύουμε»
έλεγε «με αυτή την ανωτερότητα που δεν
εκδηλώνεται παρά μόνο μέσω της καταστροφής».
Το 1880, μετά
από εφτά χρόνια εξορίας, γύρισε στο Παρίσι όπου της επεφύλαξαν θερμή υποδοχή,
καθώς τα κατορθώματά της στην περίοδο της Κομμούνας είχαν ριζώσει στη συνείδηση
των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων της πόλης. Εκείνη την εποχή το Παρίσι και
πολλές γαλλικές πόλεις, ζούσαν στον αστερισμό της Αναρχίας, αφού είχε κάνει την
εμφάνισή του ένας «κονιορτός» από μικρές αναρχικές ομάδες που σάρωνε τους
δρόμους των πόλεων. Βόμβες, άγριες απεργίες και επαναστατικές εφημερίδες
συνέθεταν το σκηνικό μιας κοινωνίας, στο περιθώριο της οποίας, όπως παρατηρεί ο
Νατάφ «έβριθαν οι εκρηκτικές δυνάμεις».
Н Λουίζ
συμμετείχε με διάφορους τρόπους σε καθετί που θα μπορούσε να ταράξει την απόλυτη
εξουσία των «ευυπόληπτων» τάξεων, που εγκαθιδρυόταν σε κάθε σπιθαμή εντός των
αστικών ιστών. Τα επόμενα είκοσι χρόνια μίλησε σε πάμπολλες δημόσιες συγκεντρώσεις
στη Γαλλία αλλά και στο εξωτερικό. Σε όλες τις ομιλίες της κήρυττε την
κοινωνική επανάσταση αλλά και την ειλικρινή αποστροφή της στο Κράτος,
σκορπώντας τον πανικό τόσο στους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους όσο και στους
ακραίους συντηρητικούς κύκλους. Επιπλέον έλαβε μέρος ενστικτωδώς σε κάθε
κοινωνικό κίνημα που ξεσπούσε στους δρόμους και στις πλατείες του Παρισιού. Φυλακίστηκε
το 1882 εξαιτίας της συμμετοχής της σε συγκρούσεις με την αστυνομία στο
περιθώριο των εκδηλώσεων για την πρώτη επέτειο του θανάτου του Μπλανκί. Ένα χρόνο αργότερα, στις 9 Μαρτίου 1883,
βρέθηκε επικεφαλής μιας μεγάλης πορείας ανέργων, στη διάρκεια της οποίας
λεηλατήθηκαν αρκετοί φούρνοι. Μαζί με τον αναρχικό Εμίλ Πουζέ κρατούσαν μια
μαύρη σημαία και φώναζαν με το υπόλοιπο πλήθος: «Ζήτω η κοινωνική επανάσταση». Αργότερα στο Κακουργιοδικείο του Σηκουάνα
στάθηκε ξανά προκλητική απέναντι στις Αρχές, λέγοντας τα εξής:
«“Ε! βεβαίως, κύριε αντεισαγγελέα,
βρίσκετε περίεργο να τολμά μια γυναίκα να υπερασπίζεται τη μαύρη σημαία Γιατί
καλύψαμε την εκδήλωση με τη μαύρη σημαία; Διότι αυτή η σημαία είναι η σημαία
των απεργιών, και δείχνει ότι ο εργάτης δεν έχει ψωμί να φάει».
Και όταν τη ρώτησε ο εισαγγελέας στη συνέχεια αν παίρνει μέρος σε όλες
τις εκδηλώσεις, εκείνη απάντησε με κατηγορηματικό τρόπο:
«Αλίμονο, ναι…
Γιατί είμαι πάντα μαζί με τους εξαθλιωμένους».
Έμεινε στη φυλακή μέχρι τον Ιανουάριο του 1886, από την οποία βγήκε σε
άσχημη ψυχολογική κατάσταση λόγω του θανάτου της μητέρας της. Λίγες μέρες μετά ακολούθησε
νέα σύλληψη και φυλάκιση εξαιτίας της στήριξης που παρείχαν διάφορες δημόσιες
ομιλίες της σε μια απεργία ανθρακωρύχων στη νότια Γαλλία. Αποφυλακίστηκε ύστερα
από τέσσερις μήνες και συνέχισε τις φλογερές ομιλίες σε όλη τη γαλλική
επικράτεια. Σε μια από αυτές μάλιστα πυροβολήθηκε από έναν φανατικό Καθολικό.
Εκείνη αφού γλίτωσε με ένα σοβαρό τραύμα στο κεφάλι προστάτευσε τον επίδοξο
δολοφόνο από το αγριεμένο πλήθος και αργότερα αρνήθηκε να καταθέσει εναντίον
του, περιφρονώντας για πολλοστή φορά το δικαστικό σύστημα.
Στους επόμενους μήνες η Λουίζ βρέθηκε παντού, όπου χτυπάει η καρδιά
του κοινωνικού αγώνα, σε οδοφράγματα απεργών και σε παθιασμένες ομιλίες. Μετά
την προσπάθεια των Αρχών να την κλείσουν σε ψυχιατρικές φυλακές, συνηθισμένη
κατασταλτική πρακτική της εποχής εναντίον των αναρχικών, πήρε τον δρόμο της
εξορίας. Το 1890 κατέφυγε στο Λονδίνο, όπου έμεινε για πέντε χρόνια. Εκεί ήρθε
σ’ επαφή με πολλούς εξόριστους αναρχικούς και ίδρυσε ένα ελευθεριακό σχολείο
για τα παιδιά των πολιτικών προσφύγων. Οι ριζοσπαστικές παιδαγωγικές μέθοδοι
που εφαρμόστηκαν από τη Λουίζ, οδήγησαν στο κλείσιμο του σχολείου από την
αστυνομία δυο χρόνια μετά. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα συνέχισε τις δημόσιες
ομιλίες, που είχαν ως σκοπό την διάχυση των αναρχικών προταγμάτων και το
μπόλιασμα τους με τους ταξικούς αγώνες. Επιπλέον, παρά την επιβαρυμένη υγεία
της συνέχισε τα ταξίδια της σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, «κηρύττοντας το
ευαγγέλιο της επανάστασης».
Μετά από μια σειρά διαλέξεων στην Αλγερία στα τέλη του 1904, κατέφυγε
στη Μασσαλία βαριά άρρωστη, όπου και πέθανε στις 9 Ιανουαρίου 1905, σε ηλικιά
74 ετών. Н κηδεία της, στις 22 Ιανουαρίου, εξελίχτηκε σε διαδήλωση αφού 10.000
αστυνομικοί κινητοποιήθηκαν προκειμένου να επιβλέπουν ένα πλήθος 120.000 ατόμων
που συνόδευσε το φέρετρο στο νεκροταφείο Λεβαλουά- Περέ του Παρισιού.
Εκείνη τη στιγμή αναδύθηκε ο θρύλος της Λουίζ Μισέλ. Σταθμοί του Μετρό
και δρόμοι πήραν το όνομά της, η εικόνα της εμφανίστηκε σε εφημερίδες και
φυλλάδια και τα λόγια της έγιναν πλακάτ σε διαδηλώσεις στον Μάη του 68ʼ. Н
Λουίζ όμως δεν είναι μια τυπική ηρωίδα που βρίσκει κανείς στα σχολικά βιβλία. Ανήκει
στους προλεταριακούς ήρωες σαν τον Μαλατέστα και τον Ντουρούτι, που κυνηγήθηκαν
και βασανίστηκαν σε αμέτρητους αγώνες για μια ελεύθερη κοινωνία. Στην ιστορία
της ξεδιπλώνονται η ήττα, η καταπίεση και ο θάνατος. Τούτη όμως η αξιοθρήνητη
παράδοση είναι εύθραυστη και αυτό το δείχνουν οι αγώνες του τώρα ενάντια στην
εξουσία του χρήματος. Н μνήμη της Λουίζ Μισέλ αγκαλιάζει τους καταπιεσμένους
των σύγχρονων πόλεων και μας θυμίζει πως η εξέγερση είναι αυτό που έλεγε ένας
άλλος Γάλλος, ο Αλμπέρ Καμύ, 50 χρόνια μετά: «Μάνα μορφών, πηγή αληθινής
ζωής, μας κρατά όρθιους μέσα στο άμορφο και μανιασμένο ρεύμα της ιστορίας».
ΒΟHΘHΜΑΤΑ
Nic Maclellan, Louise Michel. Anarchist and revolutionary feminist, jailed and exiled for leading the 1871 popular uprising in Paris, Melbourne 2004.
E.J. Нobsbawm, Η εποχή του κεφαλαίου, 1848-1875, μτφρ. Δημοσθένης Κουρτοβικ, Αθήνα 2003.
Κάρλ Μάρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, Ανάτυπο απ' τα διαλεχτά έργα Μάρξ-Ένγκελς, Β. Μακρυωνίτης & Σια ΟΕ.
Μιχαήλ Μπακούνιν, Η Παρισινή Κομμούνα και η Ιδέα του Κράτους, μτφρ. Τζάκ Λουμάλα, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, χ.χ.
David Harvey, Εξεγερμένες πόλεις. Από το δικαίωμα στην πόλη στην επανάσταση της πόλης, μτφρ. Κατερίνα Χαλμούκου, Αθήνα 2003.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου