Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

ΧΟΡΤΙΑΤHΣ 1944, H ΜΝHΜH ΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΘHΚΟΝ

του Άκη Βαρβαρήγου





Ο Χορτιάτης, ένα μικρό βουνό της Ν. Μακεδονίας, στέκεται αγέρωχος στο αργόσυρτο πέρασμα των αιώνων στις φιλόξενες εκτάσεις που βρίσκονται ανάμεσα στον Θερμαϊκό Κόλπο, στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης και στις παρυφές της Χαλκιδικής. Όταν φτάνει ο Σεπτέμβριος, οι κατάφυτες πλαγιές του στέλνουν τις τελευταίες ανάσες δροσιάς στην ηλιοκαμένη πεδιάδα, πριν την έλευση του χειμώνα.


Εκείνος ο Σεπτέμβριος όμως έμελλε να ταράξει συθέμελα το γαλήνιο μεγαλείο της φύσης, που ξεδιπλώνεται στους πρόποδες του Χορτιάτη. Ήταν 2 Σεπτεμβρίου του 1944, στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, όταν οι ρίζες του βουνού βάφτηκαν κόκκινες από το αίμα 149 αθώων ψυχών, που κατοικούσαν στο ομώνυμο χωριό. Ποτέ στο παρελθόν ο φιλήσυχος Χορτιάτης των ακάματων κατοίκων, που εφοδίαζαν με κάθε λογής αγαθά την κοντινή Θεσσαλονίκη, δεν γνώρισε στιγμές τόσο ειδεχθείς όσο εκείνου του Σεπτέμβρη, 72 χρόνια πριν.


Τα θύματα του Ολοκαυτώματος του Χορτιάτη εγγράφονται στο θλιβερό κατάλογο των μαζικά δολοφονημένων της ναζιστικής βαρβαρότητας στην Ελλάδα. Καλάβρυτα, Δίστομο, Γιαννιτσά, Καισαριανή, Αγρίνιο… ένας μακρύς κατάλογος από τις εκατόμβες αθώων θυμάτων. Τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής, μπροστά στην επερχόμενη ήττα, προετοίμαζαν την ασφαλή υποχώρησή τους σκορπώντας τον τρόμο σε κάθε περιοχή που προέβαλλε αντίσταση. Γερμανοί στρατιώτες με επικεφαλής τον διαβόητο Φριτς Σούμπερτ έφτασαν με είκοσι φορτηγά στο Χορτιάτη και επιδόθηκαν σε φρικιαστικές πράξεις κατά των κατοίκων που δεν πρόλαβαν να καταφύγουν στο βουνό. Μαζί με έλληνες ταγματασφαλίτες, τα γνωστά παράσιτα που ακολουθούσαν κατά πόδας τις αιμοσταγείς ομάδες του Σούμπερτ, βίασαν, λεηλάτησαν και πυρπόλησαν, μέσα σ’ ένα κλίμα αγριότητας χωρίς όρια. Αποκορύφωμα των πράξεων τους στάθηκε το ομαδικό κάψιμο μιας ομάδας κατοίκων στο σπίτι του Ευάγγελου Νταμπούδη και στη συνέχεια η σφαγή των υπόλοιπων στο φούρνο του Γκουραμάνη. Το αίμα 149 κατοίκων του Χορτιάτη, από τους οποίους οι 109 ήταν γυναίκες και μικρά κορίτσια, πιτσίλισε τις μπότες των Ναζί δήμιων και των πιστών συνεργατών τους.



H μαρτυρία της Ελένης Νανακούδη, 10 ετών κοριτσάκι τότε, η οποία με αξιοθαύμαστη τόλμη κατάφερε να γλυτώσει από το ομαδικό φονικό, είναι συγκλονιστική: 


«Μας είπαν  να καθίσουμε. Καθίσαμε, στήσανε μπροστά  ένα πολυβόλο στην πόρτα, στο ζυμωτήριο  επάνω και άρχισαν να μας ρίχνουν. Σκοτώθηκε η μαμά μου πρώτα, μετά η αδερφή μου, μετά άρχισαν να φέρνουν δέματα χόρτα και μας τα έριξαν πάνω μας. Βάλανε φωτιά. Είδα μία  κυρία κατέβαινε με το μωρό της  αγκαλιά, πιάστηκα πίσω από την ρόμπα της και κατέβηκα κάτω. Εκεί  ήταν όλοι σκοτωμένοι και κάτω γεμάτο με νεκρούς. Η κυρία αυτή δρασκέλισε την πόρτα  να κατεβεί, εκείνη την ώρα βρέθηκαν μπροστά της, εγώ θα τους πω ταγματασφαλίτες, και άκουσα που να της λένε "κυρία μου που πας;" και την  μαχαίρωσαν […]Και έξω στην αυλή είχε σκοτωμένους αρκετούς, όσοι δεν χωρούσαν τους σκοτώνανε στην αυλή και έπεσα μπρούμυτα εκεί επάνω στους σκοτωμένους και έκανα τη νεκρή. Εκεί  πέρασε αρκετή ώρα, δίπλα μου ήταν μια κυρία, θήλαζε το μωρό της. Ήταν νεκρή και το μωρό θήλαζε. Μια έκλαιγε, μια θήλαζε, ήρθαν οι ταγματασφαλίτες και βλέπανε το μωρό και γελούσαν που θήλαζε από την μάνα. Εν τω μεταξύ αυτή αιμορραγούσε ακόμα. Επάνω  μου ερχόταν όλο το αίμα, αλλά δεν μιλούσαμε.  Τίποτα κανείς».


Μετά τη σφαγή οι μαύρες σιλουέτες των εκτελεστών χάθηκαν κάτω από τις θλιμμένες αχτίδες του φθινοπωρινού δειλινού. H μυρωδιά του αίματος και της στάχτης σκορπίστηκε παντού καθώς οι κραυγές απελπισίας των κατοίκων που επέστρεφαν στο χωριό δονούσαν την ατμόσφαιρα. Ο τρόμος πάγωσε το πλούσιο φυσικό τοπίο, το οποίο γέμισε πια από τα κακορίζικα φαντάσματα μιας άθλιας εποχής.


Έκτοτε, η ανθρώπινη ιστορία δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να περιβάλλεται από αποτρόπαια εγκλήματα και από γενιές που ζουν σ’ ένα διαρκές ψυχορράγημα. «Να μην επιτρέψουμε ποτέ, να επαναληφθεί τέτοιο κακό» ακούγεται σε κάθε εκδήλωση μνήμης, που οργανώνουν οι επίσημοι φορείς της περιοχής και της πολιτείας, ωστόσο καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες νέων τόπων φρίκης για αθώες ψυχές. Το βασικό πρόβλημα λοιπόν με το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη, όπως και κάθε μαρτυρική περιοχή που βίωσε τη ναζιστική λαίλαπα, δεν έχει να κάνει με τον τρόπο που θα εγγράψουμε το ιστορικό γεγονός στη συλλογική μνήμη, άλλωστε συνεπείς ιστορικοί και κοινωνικές οργανώσεις έχουν θέσει το ζήτημα της δημιουργίας ενός χώρου Μνήμης των ναζιστικών εγκλημάτων στη Βόρεια Ελλάδα. Το αληθινό πρόβλημα με τη σφαγή 149 ψυχών, παραφράζοντας τα λόγια του Imre Kertѐsz, είναι ότι συνέβη και κάθε στιγμή που μιλάμε, νέοι κρίκοι απανθρωπιάς προστίθενται στη μακάβρια αλυσίδα που ξεδιπλώνεται μπροστά μας.


H παραπάνω σκέψη μας φανερώνει ένα καθήκον που στέκεται απέναντι σε όλους αυτούς που προβαίνουν στην πολιτική εκμετάλλευση των θυμάτων καθώς ντύνουν με εθνικιστικές κορώνες και τετριμμένα τσιτάτα τους λόγους τους, περιμένοντας από αρχιερατικά τρισάγια να εξαγνίσουν το κακό που φανερώθηκε στα μάτια των αθώων χωρικών, αλλά και ενάντια στους όψιμους αναθεωρητές της Ιστορίας και νεοναζιστικούς κύκλους που θέτουν το έγκλημα κάτω από κανόνες λογικής σκέψης και ανάλυσης στο πλαίσιο κορεσμένων ιστορικών προσεγγίσεων. Ένα καθήκον, που αναδύεται μέσα από τους μαύρους καπνούς και τη δυσοσμία τρομακτικών καταστροφών, και συνταράζει τις ανθρώπινες ψυχές ενώ στέκονται ασάλευτες μπροστά στο έγκλημα. Τι μας υπαγορεύει ωστόσο αυτό το καθήκον; Την ακλόνητη καταδίκη των ναζιστικών εγκλημάτων και της φασιστικής ιδεολογίας.


Να λοιπόν που ξεπροβάλλει αυτό το πανανθρώπινο χρέος, απέναντι σε μια ζοφερή εποχή, εμποτισμένη από το αίμα εκατομμύρια αθώων ανθρώπων η οποία σύμφωνα με τον Αλμπέρ Καμύ «πρέπει αποκλειστικά και πρωτίστως να κριθεί. Μα πάνω απ’ όλα πρέπει να γίνει κατανοητή η ενοχή της». H οικουμενική αξίωση για κατανόηση της ενοχής ορθώνεται καθημερινά μπροστά μας, όχι σε καθιερωμένες ηθικολογίες φυλαγμένες στα σκονισμένα συρτάρια της μνήμης, αλλά στα θανατερά ένστικτα των νεοναζί που λυμαίνουν τους δρόμους των πόλεων, στο δράμα των ανέστιων και ρακένδυτων προσφύγων και στα σαδιστικά εγκλήματα μιαρών ιδεολογιών. Βέβαια είναι κάτι περισσότερο από μια ιστορική υποχρέωση απέναντι στα θύματα ενός παράλογου πολέμου, είναι η ενεργοποίηση μιας συνείδησης που φωτίζει τους καθημερινούς αγώνες για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεινά εκατοντάδων ετών που σαρώνουν τον κόσμο, τον δικό μας και τον δικό τους, εκείνων δηλαδή των 149 ψυχών που έδωσαν τη ζωή τους άδικα, κάτω από τον μελαγχολικό ουρανό του Σεπτεμβρίου. 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου