Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

Δεσποινίς Ξεχαρβαλωμένα παπούτσια



Δεν μου είναι εύκολο να σου μιλήσω για τον Παύλο. Είναι μια ιστορία που μου μαραζώνει την ψυχή. Τούτο όμως είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσω καθώς η ανάμνηση αυτών που έχουν φύγει, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, με ακολουθεί στις επίπονες διαδρομές της ζωής μου. Άλλωστε, ο ίδιος απάνθρωπος και καχεκτικός κόσμος που δολοφόνησε τον Παύλο ξεπροβάλλει κάθε μέρα μπροστά μου, καθιστώντας τη θύμησή του αναγκαία.


H διαδρομή του Παύλου, λοιπόν, μου είναι αρκετά γνώριμη. Βασικό σημείο αναφοράς, ο ρυπαρός δρόμος της πόλης, πάνω στον οποίο βαδίζουν γενναίες και ελεύθερες υπάρξεις. Ανέμελα όντα, που αν και ταπί τις περισσότερες φορές, θα μοιραστούν μαζί σου την τελευταία τους μπύρα. Δεν τους νοιάζουν τα λεφτά, δεν δίνουν δεκάρα για το σύστημα και τους νόμους του και δείχνουν μια επιβλητική αδιαφορία σε όλα τα εθνικιστικά παραμύθια. Πάνω στον δρόμο, η ζωή δεν χάνεται άσκοπα στις μίζερες ατραπούς μια κοινωνίας που αργοπεθαίνει, αλλά στον δρόμο νιώθεις την καρδιά εκείνων των μουρλών που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο.


Ένα τέτοιο αλήτικο σκαρί ήταν και ο Παύλος. Μπορούσες να τον συναντήσεις σε κάποια βρώμικη αποβάθρα στο Πέραμα, να πίνει μπύρα και να γράφει ρίμες με τους φίλους του. Δίχως την τέχνη του, δεν μπορούσε να ζήσει. Γνήσιο χιπ χοπ, βγαλμένο από την απεραντοσύνη των φτωχογειτονιών της πόλης. Μέσα στην Ελλάδα της οικονομικής εξαθλίωσης, της μισανθρωπίας και του φασισμού, επέλεξε να υπηρετήσει μια τέχνη για να επιζήσει από τα σκοτάδια της εποχής μας αλλά και για να υμνήσει, με ατόφια ταξική συνείδηση χωρίς φιοριτούρες, τη σκληρή καθημερινότητα των φτωχών προαστίων της Αθήνας.


Ο δρόμος που επέλεξε ο Παύλος δεν είναι εύκολος. Είναι μια διαδρομή μοναχική και δύσβατη, γεμάτη με απανωτά χτυπήματα. 


Σε αυτόν τον δρόμο βαδίζει ο επαναστάτης, ο οποίος σε όλη του τη ζωή, από την πρώτη έως την τελευταία στιγμή, αγωνίζεται για να υπάρξει μια κοινωνία χωρίς καταπίεση, μίσος και ψέμα. Έτσι και ο Παύλος, πίστεψε σ’ αυτό το όραμα, παρά τα ύπουλα μαχαιρώματα ενός απάνθρωπου κόσμου. Οι οργισμένες ρίμες του, εμποτισμένες με μια ευαισθησία του δρόμου, σου τρυπούν ακόμα την καρδιά: 


«Δεν αντέχω άλλο κι όλοι αυτοί δεν μου ταιριάξαν, πήρα τ’ άλλο μονοπάτι κι όχι αυτό που μου χαράξαν... Είχε τέρατα με παράξενες στολές που παραμονεύαν πάντοτε κρυφά μες στις σκιές. Μην κοντοσταθείς αν πρόκειται να ακολουθήσεις, τα δόντια σφίξε γερά και μη δακρύσεις».


Πίστεψε εν τέλει σ’ έναν αγώνα που αξίζει να τον ζήσεις, όχι υπηρετώντας κάποια ανάγκη ή κάποιο χρέος, αλλά επειδή αυτό είναι το ρημάδι το γινάτι μας, που τρώει κάθε μέρα τις ταλαίπωρες ψυχές μας. Να αλλάξουμε δηλαδή τον κόσμο, μέσα από τα τραγούδια, τις φωνές και τους αγώνες μας που αντηχούν στις εξαθλιωμένες πόλεις του σήμερα. Αν φυσικά μπορέσουμε, αλλά κι αν δεν τα καταφέρουμε να πούμε τουλάχιστον ότι προσπαθήσαμε, γιατί στην τελική αυτή είναι η ζωή μας.


Αυτά τα λίγα λόγια είχα να σου πω για τον Παύλο. Τώρα σ’ αφήνω, πρέπει να πιώ μερικές φθηνές μπύρες στη μνήμη του καθώς διάφορες εικόνες από το παρελθόν συντροφεύουν την ταλαιπωρημένη μου σκέψη. 


Δεν είναι χρέος, είναι το γινάτι μου, 
δεν είναι από ανάγκη άλλα απ’ την αγάπη μου, 
δεν είναι όρκος, είναι η ζωή μου, 
γι’ αυτό και κουβαλάω τον Πειραιά στην πλάτη μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου