Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

 150 χρόνια από την Παρισινή Κομμούνα 


18 Μαρτίου 1871-28 Μαΐου 1871: Μια σύντομη ιστορία


Τι ήταν η Παρισινή Κομμούνα; «Μια εξουσία φυσική, αυθόρμητη, που δεν είναι κλεμμένη, ούτε αποσπασμένη εκβιαστικά, γεννημένη απ’ την προκαλούμενη, πληττόμενη και περιερχόμενη σε κατάσταση νόμιμης άμυνας κοινή συνείδηση της χυδαίας πολυπλοκότητας, μια εξουσία που δεν οφείλει τίποτα στην επιρροή των κομμάτων, στην αυθεντία των ένδοξων ανδρών, στο κύρος των αρχηγών, στα τερτίπια των κομμάτων...». Ήταν μια επανάσταση που δεν την εκπροσωπούσαν «ούτε δικηγόροι, ούτε βουλευτές, ούτε δημοσιογράφοι, ούτε στρατηγοί. Την θέση τους είχε πάρει ο μεταλλωρύχος, ο βυρσοδέψης, ο μάγειρας κ.ά. Δεν στάθηκαν ούτε έξω, ούτε πάνω από το πλήθος... ένιωθαν ότι ζουν μαζί του, μέσα του και μέσω αυτού... προσπαθώντας να μεταδίδουν με συμπυκνωμένη μορφή την γνώμη των 300.000 εξεγερμένων ανθρώπων. Στην ουσία, η Παρισινή Κομμούνα αποτελούσε μόνο μια ηθική δύναμη και δεν διέθετε καμιά άλλη υλική δύναμη εκτός από την γενική συμπάθεια των πολιτών».


«Είναι η Επανάσταση! Εδώ είναι η στιγμή που ελπίζαμε και περίμενε κανείς από την πρώτη αγριότητα του πατέρα, από το πρώτο χαστούκι στο σχολείο, από την πρώτη μέρα χωρίς φαγητό, από τον πρώτο βραδινό ύπνο στους δρόμους. Εδώ είναι η εκδίκηση για το σχολείο, για τη φτώχεια, για το πραξικόπημα του Δεκεμβρίου του 1851»




Σύμφωνα με την από 19-4-1871 διακήρυξη προς τον Γαλλικό Λαό της Κομμούνας «...Η απόλυτη αυτονομία της Κομμούνας, προτεινόμενη σ’ όλες τις περιοχές της Γαλλίας, εξασφαλίζει σε κάθε μία την ακεραιότητα των δικαιωμάτων της και σε κάθε Γάλλο την πλήρη άσκηση των δυνατοτήτων του ως ανθρώπου, πολίτη και εργαζόμενου... η αυτονομία της Κομμούνας θα έχει ως όριο μόνο την ισότιμη αυτονομία όλων των άλλων κομμούνων που έχουν συνάψει το συμβόλαιο. Οι ενώσεις τους πρέπει να διασφαλίζουν την ελευθερία της Γαλλίας... Η ενότητα, όπως μας έχει επιβληθεί σήμερα... δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένας δεσποτικός, ανούσιος ή αυθαίρετος συγκεντρωτισμός...»

Η Κομμούνα, προκειμένου να διατρανώσει τα αντιμιλιταριστικά και διεθνιστικά ιδεώδη της, αποφασίζει, στις 12-4-1871, την κατακρήμνιση-καταστροφή της στήλης της Βαντόμ (Vendomc) που διαφήμιζε τον γαλλικό επιθετικό σωβινισμό και σπεύδει να υλοποιήσει την απόφασή της στις 16-5-1871 [Η στήλη της Βαντόμ είχε κατασκευαστεί από τα ξένα κανόνια που ’χε κυριεύσει ο Ναπολέων Βοναπάρτης στην εκστρατεία του 1805].



Κι όλα αυτά τα έκανε την ώρα που το ένα τρίτο της Γαλλίας βρισκότανε στην κατοχή του Πρώσους Μπίσμαρκ, την ώρα που το εξεγερμένο Παρίσι, η πόλη «Εστία της Επανάστασης», κατά τον Ένγκελς, «η πρωτεύουσα του κόσμου» κατά τον Λένιν, ήταν περικυκλωμένο από τα κανόνια των Πρώσων κι απ’ τα φουσάτα των Γάλλων αστών (Βερσαλλιέρων). [Ο Μπίσμαρκ, και η γερμανική αστική τάξη, δέσμιοι αμφότεροι της ταξικής τους αλληλεγγύης έναντι των Γάλλων αστών -των κατά τ’ άλλα εχθρών τους- παρέδωσε στον δήμιο της Κομμούνας Θιέρσο 60.000 αιχμαλώτους Γάλλους στρατιώτες κι επέτρεψε στον τελευταίο να αυξήσει σε 130.000 άνδρες τον αριθμό των στρατιωτών στην περιοχή γύρω απ’ το Παρίσι, παρ’ όλο που, σύμφωνα με τα προκαταρτικά της συνθήκης ειρήνης, δεν έπρεπε να ξεπερνά (ο αριθμός) τους 40.000 άνδρες. Λίγο αργότερα, στην κρίσιμη στιγμή της μάχης, οι Πρώσοι παρέδωσαν στους Βερσαλλιέρους την ουδέτερη ζώνη που κατείχαν γύρω απ’ το Παρίσι μ’ άμεσο αποτέλεσμα να σφύξει ασφυκτικά ο κλοιός και να καταστεί η θέση των αποκλεισμένων Κομμουνάρων δεινή.





Οι αστοί Βερσαλλιέροι, τουφέκισαν 20.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά της Κομμούνας και βασάνισαν στα πλωτά κάτεργα και στα δεσμωτήρια τους άλλους 40.000 ταλαίπωρους.
«Αυτή ήταν η εκδίκηση των «ευυπόληπτων» γράφει ο Hobsbawm. «Στο εξής ένας ποταμός αίματος θα χώριζε τους εργάτες του Παρισιού από τους «καλύτερούς» τους. Και, επίσης, στο εξής οι κοινωνικοί επαναστάτες ήξεραν τι τους περίμενε αν δεν κατόρθωναν να διατηρήσουν την εξουσία».


Απέναντι στους δικαστές η Λουϊζ στάθηκε άφοβη, αγέρωχη και ασυμβίβαστη και τους προκάλεσε ανοικτά να την καταδικάσουν σε θάνατο: «έπραξα αυτό που ήμουν υποχρεωμένη να πράξω, δηλαδή το επαναστατικό μου καθήκον, χωρίς μίσος, χωρίς οργή, χωρίς οίκτο, ούτε για τους άλλους ούτε καν για τον εαυτό μου… δεν υπερασπίζομαι τον εαυτό μου και ούτε επιθυμώ να με υπερασπιστεί άλλος. Ανήκω ολοκληρωτικά στην κοινωνική επανάσταση και εφόσον κάθε καρδιά που πάλλεται για την ελευθερία δεν έχει κανένα άλλο δικαίωμα πέρα από ένα βόλι από μολύβι, εγώ απαιτώ το μερίδιό μου. Εάν με αφήσετε να ζήσω, δεν θα πάψω ποτέ να φωνάζω για εκδίκηση και κάποτε θα κατορθώσω να την πάρω. Αυτά μόνο είχα να πω. Τώρα, εάν δεν είστε δειλοί, μπορείτε να με σκοτώσετε».




Στις 21 Μαίου ο εχθρός είχε μπει πια στο Παρίσι, και η τελευταία βδομάδα έδειξε απλώς ότι ο εργαζόμενος λαός του Παρισιού μπορούσε να πεθάνει εξίσου άγρια όσο είχε ζήσει.






Τα κείμενα αντλήθηκαν από τις εξής πηγές:

Πέτρος Πέτκας, «Δικτατορία του προλεταριάτου» και «Εργατικά συμβούλια»: Ασύμβατες έννοιες!

E.J. Hobsbawm, Η εποχή του κεφαλαίου 1848-1875

Λουϊζ Μισέλ
(Louise Michel, Vroncourt, 29 Μαϊου 1830 – Marseille, 9 Ιανουαρίου 1905)

Γαλλίδα συγγραφέας και ποιήτρια, δασκάλα, σοσιαλίστρια και αναρχική πολιτική οργανώτρια, πρωταγωνίστρια της Παρισινής Κομμούνας του 1871, γνωστή ως «Κόκκινη Παρθένα της Μονμάρτης» («Vierge Rouge de Montmartre»). στο: https://www.rassias.gr/1087MICHELE.html

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

Στη μνήμη του Παύλου



Τί σκόπευε η ιδεολογία της εθνικοφροσύνης; Πρώτον, και κατ' αρχήν, να θεμιτοποιήσει το θάνατο. Δε σκοτώνεις και δε σκοτώνεσαι, δε δέρνεις, δε βασανίζεις αν δεν πιστεύεις ότι το θύμα είναι ένα τέρας που πρέπει να πεθάνει. Η τερατική αναπαράσταση των κομμουνιστών και η αντιεθνική τους ειδή αποκτούν δικαιωτική λειτουργία κι έτσι ο εκτελεστής, ο βασανιστής, ο πολεμιστής κυρίως, αισθάνεται ότι επιτελεί θεάρεστο έργο, ότι είναι στρατιώτης του Καλού στον μέχρις εσχάτων αγώνα εναντίον του Κακού. Η εθνικόφρων παράταξη δεν έπαιζε: όταν έλεγε η πάταξις του κομμουνισμού δεν εννοούσε συνέδρια στα οποία μέσα από το διάλογο και την έρευνα θα αποδεικνύονταν το αβάσιμο της κομμουνιστικής ιδεολογίας αλλά εννοούσε εξόντωση πολιτική και ηθική, μα πάνω απ' όλα φυσική, σωματική των κομμουνιστών. Ήταν μια ιδεολογία υλοποιημένη, υλοποιητέα και υλοποιήσιμη σε συγκεκριμένα πρωτόκολλα πρακτικής που στόχευαν το σώμα των αντιπάλων. Αν το σώμα πατάσσονταν τότε θα έρχονταν στα συγκαλά του υπάκουο, πειθήνιο, μεταλλαγμένο και το πνεύμα. Η σωματικότητα αυτής της ιδεολογίας, άρα και ο πρωτογονισμός της, αποδεικνύεται χωρίς πολλά πολλά, με τον απόλυτο τρόπο του πόνου και της φθοράς του σώματος στα εκτελεστικά αποσπάσματα στο Μακρονήσι στην εξορία στο κάτεργο, στον ξυλοδαρμό, τον εμπρησμό, τη δήλωση, την εκτέλεση των αιχμαλώτων μ’ εκείνο το αποτρόπαιο "και αποπειραθείς να αποδράση εφονεύθη’.

Ο δεύτερος στόχος της ιδεολογίας της εθνικοφροσύνης ήταν να τρομοκρατήσει τους προσθληθέντες από το μίασμα του κομμουνισμού ώστε να ανανήψουν, κατά την ορολογία της εποχής, δηλαδή να ξαναγίνουν νηφάλιοι όπως το λέει και η λέξη, γιατί είχαν πάρει τα μυαλά τους αέρα. Είναι ιδεολογία τρόμου, θέλει να τρομοκρατήσει τους συνοδοιπόρους και τους επίδοξους οιηματίες ή κριτικούς του νέου συστήματος εξουσίας, καθόσον κι αυτοί αν δεν ανένηπταν, αν δε συμμορφώνονταν προς τας υποδείξεις, θα εισέπρατταν τα επίχειρα της κακίας τους και θα γνώριζαν στο πετσί τους την αλήθεια της εθνικοφροσύνης όπως οι άλλοι, οι αμετανόητοι.


Απόσπασμα από: Άγγελος Ελεφάντης, Εθνικοφροσύνη : η ιδεολογία του τρόμου και της ενοχοποίησης


Τρίτη 17 Ιουλίου 2018

17 Ιουλίου 1936: έναρξη του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου. H Επανάσταση μέσα από τα λόγια του Τζορτζ Όργουελ


Γιατί παλεύουν οι εργάτες; Απλώς για μια αξιοπρεπή ζωή για την οποία γίνονται ολοένα και περισσότερο σίγουροι ότι είναι τεχνικά δυνατή. H συνειδητοποίηση αυτού του σκοπού υπόκειται σε αμπώτιδες και παλίρροιες. Στην Ισπανία, για ένα διάστημα, οι άνθρωποι δρούσαν συνειδητά, προχωρώντας προς ένα σκοπό που ήθελαν να φτάσουν και που πίστευαν ότι μπορούσαν. Εδώ οφείλεται το περίεργο, αισιόδοξο συναίσθημα που διαπότιζε τη ζωή στην Κυβερνητική Ισπανία κατά τους πρώτους μίνες του πολέμου. Οι κοινοί άνθρωποι ήξεραν μέχρι το μεδούλι των κοκάλων τους ότι η Δημοκρατία ήταν φίλη τους και ότι ο Φράνκο ήταν εχθρός τους. Ήξεραν ότι είχαν δίκιο, γιατί αγωνίζονταν για κάτι που ο κόσμος τους όφειλε και που ήταν σε θέση να τους δώσει.


Κατά μήκος της Ράμπλας, της πλατειάς κεντρικής αρτηρίας της πόλης, όπου πλήθη κόσμου κινούνταν συνέχεια πάνω κάτω, τα μεγάφωνα τραντάζονταν από επαναστατικά τραγούδια όλη τη μέρα έως αργά τη νύχτα. Και η όψη του πλήθους, ήταν το πιο περίεργο από όλα. Από την άποψη της εξωτερικής εμφάνισης ήταν μια πόλη όπου οι εύπορες τάξεις είχαν πάψει πια να υπάρχουν. Εκτός από ένα μικρό αριθμό γυναικών και ξένων δεν υπήρχαν καθόλου «καλοντυμένοι» άνθρωποι. Όλοι σχεδόν φορούσαν άξεστα εργατικά ρούχα ή μπλε φόρμα ή κάποια παραλλαγή μιας στολής της πολιτοφυλακής. Όλ’ αυτά, φάνταζαν παράξενα και συγκινητικά.


Το μίσος που η Ισπανική Δημοκρατία διήγειρε στους εκατομμυριούχους, τους δούκες,  τους καρδινάλιους, τους πλαίϋ-μπόηδες, τους αντιδραστικούς και σε κάθε λογής παράσιτο είναι αρκετό για να δείξει πως έχουν τα πράγματα. Στην ουσία του ήταν ταξικός πόλεμος. Αν είχε κερδηθεί, η υπόθεση των απλών ανθρώπων παντού θα είχε προωθηθεί. Χάθηκε, και οι εισοδηματίες όλου του κόσμου έτριψαν τα χέρια τους. Αυτό ήταν το πραγματικό ζήτημα· όλα τα’ άλλα δεν ήταν παρά κυματάκια στην επιφάνεια ενός ωκεανού.

Ο κοινός άνθρωπος θα ξαναπεταχτεί στο βούρκο, ή όχι; Εγώ προσωπικά πιστεύω ότι, ίσως με ανεπαρκή τεκμήρια, ότι ο κοινός άνθρωπος θα νικήσει στον αγώνα του αργά ή γρήγορα, αλλά θέλω να γίνει αυτό γρήγορα και όχι αργά –κάποτε στα επόμενα εκατό χρόνια ας πούμε και όχι κάποτε στις επόμενες δέκα χιλιάδες χρόνια. Αυτή ήταν η πραγματική ουσία του ισπανικού εμφυλίου πολέμου καθώς και του σημερινού και ίσως και άλλων πολέμων που θα ακολουθήσουν.




Τo’ όνομά σου και τα έργα σου ξεχάστηκαν

Πριν ακόμα στεγνώσουν τα κόκκαλά σου

Και το ψέμα που σε σκότωσε είναι θαμμένο

Κάτω από’ να μεγαλύτερο ψέμα.


Αλλ’ αυτό που είδα στο πρόσωπό σου

Καμιά δύναμη δεν μπορεί να το σβήσει

Καμιά βόμβα δεν μπορεί 

Να καταστρέψει το καθάριο πνεύμα.


George Orwell, Προσκύνημα στην Καταλωνία, μτφρ. Τάσος Δερβέρης, Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1999.

Κυριακή 6 Μαΐου 2018

Μάλιστα, είμαι κομμουνίστρια


Μάιος 1947, Θεσσαλονίκη


Τα έκτακτα στρατοδικεία δούλευαν ασταμάτητα, στέλνοντας στο εκτελεστικό απόσπασμα τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες του λαϊκού κινήματος με βάση το Γ’ Ψήφισμα «Περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την δημόσιαν τάξιν και ασφάλειαν». H δικαιοσύνη των στρατοδικών και του βασιλικού επιτρόπου ήταν αμείλικτη, καθώς επέβαλλε τη θανατική ποινή με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς οίκτο και εξαιρέσεις.


Οι κάτοικοι της πόλης ζούσαν με τον φόβο του θανάτου, γνώριμο στοιχείο των καθεστώτων έκτακτης ανάγκης. Οι ευωδίες εκείνης της Άνοιξης, σύμπλεγμα ανθισμένων δέντρων και θαλασσινής αρμύρας, αδυνατούσαν να γεμίσουν τις ψυχές των ανθρώπων εξαιτίας ενός ατέλειωτου και μαύρου χειμώνα, που δεν έλεγε να φύγει.

Εκτελέσεις, διωγμοί, εγκλεισμός, βασανιστήρια. Μια οδυνηρή καθημερινότητα που καταγραφόταν στα εξώφυλλα των εφημερίδων, στους δρόμους, στα καφενεία και πάνω στα ανθρώπινα σώματα. Πουθενά δεν υπήρχε διέξοδος. Πόσο πολύ ταιριάζουν τα λόγια του πρωταγωνιστή της Πανούκλας: «Η συνήθεια της απελπισίας είναι τελικά χειρότερη από την ίδια την απελπισία».

Ωστόσο, στις 3 Μαΐου, ένα νέο κορίτσι και κάτοικος Θεσσαλονίκης αποφάσισε να σπάσει τα δεσμά της απελπισίας που είχαν ζώσει την πόλη. Το όνομά της, Κυριακούλα Ελευθεριάδου, 23 ετών γραμματέας της Αχτιδικής Επιτροπής Ανατολικών Συνοικιών, κατηγορούμενη, μαζί με άλλους συντρόφους, «δια συμμετοχήν εις ομάδα, παράνομον στρατολογίαν και προσβολήν δια βίας των αρχών».

H απολογία της Ελευθεριάδου πήρε τη θέση της σε μια αδιάκοπη σειρά ανθρώπινων πράξεων που σπάνε το «συνεχές της ιστορίας» των κάθε λογής καταπιεστών και που αρνούνται πεισματικά να συμβιβαστούν με τα σκοτάδια απάνθρωπων ιδεολογιών γεμάτων από πόνο και μίσος. 

Με λόγια κοφτά, δε μαρτύρησε τίποτα, παρά τις πιέσεις των στρατοδικών:

- Άκουσέ με κορίτσι μου. Είσαι μια αγαθή επαρχιωτοπούλα. Μαρτύρησε για να σωθείς . 

- Δεν ξέρω τίποτε πέρα απ’ ό,τι σας είπα. 

Τέλος, στη σχετική ερώτηση περί πολιτικών πεποιθήσεων, απάντησε με άκαμπτη πίστη στις ιδεολογικές της αρχές, υπογράφοντας παράλληλα τη θανατική της καταδίκη:

- Ποιος σ’ έμπλεξε και δεν μπορείς να φύγεις; Γιατί φοβάσαι; Είσαι κομμουνίστρια

- Μάλιστα, είμαι κομμουνίστρια. 



H Κυριακούλα Ελευθεριάδου καταδικάστηκε δις σε θάνατο. 

Δέχτηκε με ψυχραιμία την απόφαση χωρίς δάκρυα και μοιρολόγια, αφού το μεγαλείο αυτών των ανθρώπων πηγάζει από τις κακουχίες μιας κυνηγημένης και ανυπότακτης ζωής. Μονάχα ζήτησε, καθώς έβγαινε απ’ την αίθουσα του δικαστηρίου «να την δώσουν τις καραμέλες που ξέχασε στο κάθισμά της».

Εκτελέστηκε στις 6 Μαΐου, μαζί με τον συναγωνιστή της Γρηγόρη Ελευθεριάδη, φωνάζοντας μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα «ότι πεθαίνουν υπερήφανοι στη μάχη του λαού για τη συντριβή του φασισμού».


Συντάκτης: Άκης Βαρβαρήγος



Αντλήθηκαν πληροφορίες από τις εφημερίδες Ενότητα (3/5/1947) και Ριζοσπάστης (6/5/1947)

Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

18 Μαρτίου 1871- H Κομμούνα του Παρισιού


του Άκη Βαρβαρήγου


Στις 18 Μαρτίου του 1871, μια δυνατή φωνή αντήχησε στους δρόμους του Παρισιού: «Ζήτω η Κομμούνα!». Ακολούθησαν κι άλλες φωνές κραυγάζοντας το ίδιο σύνθημα. Άντρες, γυναίκες και μικρά παιδιά το φώναζαν με όλη τους την ψυχή.

«Ζήτω η Κομμούνα!»

H ιστορία της Κομμούνας του Παρισιού ξεκινάει το 1852, με την άνοδο του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄ στην εξουσία. Είναι η εποχή που το Παρίσι της δεύτερης αυτοκρατορίας έγινε «η πόλη του φωτός». Ο αυτοκράτορας μαζί με τον βαρόνο Οσμάν, γνωστό πολεοδόμο και νομάρχη στην περιοχή του Σηκουάνα, προχώρησαν στην εφαρμογή ενός φιλόδοξου σχεδίου για τον μετασχηματισμό της αστικής υποδομής του Παρισιού. Τα πολυκαταστήματα, οι μεγάλες εκθέσεις, τα λαμπερά κέντρα διασκέδασης και τα μεγάλα βουλεβάρτα, μετέβαλλαν καθοριστικά τον αστικό τρόπο ζωής. Βέβαια, αυτή η μεταμόρφωση του Παρισιού συνδέθηκε με την απορρόφηση πλεοναζόντων κεφαλαίων και άφθονης εργατικής δύναμης. Όπως μας πληροφορεί ο Μπένγιαμιν, στο Παρίσι οργίαζαν οι κερδοσκόποι και οι απαλλοτριώσεις του Οσμάν συγκρότησαν ένα καθεστώς αισχροκέρδειας και απάτης, βασισμένο στον καταναγκαστικό καταναλωτισμό, σε βάρος του φτωχού προλεταριάτου, το οποίο αναγκάστηκε να καταφύγει στα προάστια.

«ο Ουγκώ και ο Μεριμέ τονίζουν ότι οι μετατροπές που επέβαλε ο Οσμάν φαίνονται στους Παριζιάνους σαν μνημείο του ναπολεόντειου δεσποτισμού. Οι κάτοικοι της πόλης δεν αισθάνονται πια σαν στο σπίτι τους. Αρχίζουν να συνειδητοποιούν τον απάνθρωπο χαρακτήρα της μητρόπολης»



Όμως, το 1868, το λαμπρό και μνημειώδες οικοδόμημα του Οσμάν άρχισε να τρίζει καθώς η δεύτερη γαλλική αυτοκρατορία δεν άντεξε το οικονομικό και κοινωνικό τίμημα που έπρεπε να πληρώσει για την ολοκλήρωση ενός σχεδίου που καθορίστηκε από τις απαιτήσεις ενός αδηφάγου κεφαλαίου κι όχι από τις ανάγκες των ανθρώπων. Έτσι, ο Οσμάν εκδιώχτηκε από την εξουσία και ο Ναπολέων για να αποφύγει την εσωτερική σύγκρουση με τους απόκληρους των προαστίων, όπως συμβαίνει πάντα, ξεκίνησε πόλεμο με τον «προαιώνιο» εχθρό· τους Πρώσους. Ωστόσο, όλη η μεγαλομανία του αυτοκράτορα και η φαντασμαγορία της γαλλικής αστικής τάξης της εποχής τσακίστηκαν με περίσσια ευκολία στις μάχες του Σεντάν και του Μετς.



Μπροστά στις ήττες και στην άτακτη υποχώρηση κυβέρνησης και στρατού, ο λαός του Παρισιού δεν έκατσε άπραγος. Αποφάσισε να υπερασπιστεί με τα δικά του μέσα την πόλη που είχε χάσει κάτω από τις προσταγές μιας απατηλής ανάπτυξης. Αντίθετα, οι πολιτικοί και το μεγαλύτερο μέρος της γαλλικής μπουρζουαζίας, μπροστά στον κίνδυνο, έφυγαν στο Μπορντό όπου εκεί ίδρυσαν μια εθνική συνέλευση. H Εθνική φρουρά του Παρισιού, με τη βοήθεια των φτωχών μαζών της πόλης που δεν ήταν εύκολο να φύγουν, υπερασπίστηκε την πόλη παρά την πείνα και τις κακουχίες μιας πεντάμηνης πολιορκίας από τον ανώτερο γερμανικό στρατό. 


Όταν στις αρχές του 1871 η προσωρινή κυβέρνηση με αρχηγό τον Θιέρσο διαπραγματευόταν μια ανακωχή με τους Πρώσους, ο λαός του Παρισιού βρέθηκε ανάμεσα σε δυο πυρά. Από τη μια, δηλαδή, έπρεπε να αντιμετωπίσει τον ξένο εχθρό καθώς αρνήθηκε κάθε συζήτηση για παράδοση, και από την άλλη έπρεπε να αμυνθεί απέναντι σε μια άρχουσα τάξη που δεν μπορούσε να ανεχτεί το γεγονός ότι οι εργάτες της πόλης ήταν οπλισμένοι. Το πρωί της 18ης Μαρτίου, κυβερνητικά στρατεύματα επιχείρησαν να καταλάβουν τα κανόνια της Εθνικής φρουράς και να αφοπλίσουν τις μονάδες που υπερασπίζονταν τον λόφο της Μονμάρτης. Οι άνθρωποι του χειμαζόμενου Παρισιού, μπροστά σ’ αυτές τις εξελίξεις, κινητοποιήθηκαν άμεσα. Οι γυναίκες και τα παιδιά πλησίασαν τους στρατιώτες και τους παρακάλεσαν να μην υπακούσουν στις διαταγές των ανωτέρων τους και να ενταχθούν στις γραμμές των φτωχών υπερασπιστών της πόλης τους. Πράγματι, οι στρατιώτες αρνήθηκαν να επιτεθούν στο πλήθος που τους έφραζε τον δρόμο και μάλιστα εκτέλεσαν τους στρατηγούς τους, από τους οποίους είχαν λάβει τις συγκεκριμένες διαταγές. 


Αργότερα, τα νέα εξαπλώθηκαν σε όλη την πόλη κι άρχισαν να ορθώνονται τα πρώτα οδοφράγματα στις πλατείες και στους δρόμους που με τόση σύνεση είχε διαπλατύνει ο Οσμάν με σκοπό να αποτρέψει κάθε επαναστατική ενέργεια. Όσα στρατεύματα δεν εντάχθηκαν στους εξεγερμένους διατάχθηκαν από τον Θιέρσο να υποχωρήσουν κακήν κακώς από την πόλη. Το απόγευμα, μια από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου βρέθηκε στα χέρια της ένοπλης και αποφασισμένης εργατικής τάξης. 



Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Ζυλ Βαλλές, εξέχουσα μορφή της Κομμούνας, αφηγείται με γλαφυρότητα την ατμόσφαιρα των πρώτων στιγμών της εξέγερσης: 

«Είναι η Επανάσταση! Εδώ είναι η στιγμή που ελπίζαμε και περίμενε κανείς από την πρώτη αγριότητα του πατέρα, από το πρώτο χαστούκι στο σχολείο, από την πρώτη μέρα χωρίς φαγητό, από τον πρώτο βραδινό ύπνο στους δρόμους. Εδώ είναι η εκδίκηση για το σχολείο, για τη φτώχεια, για το πραξικόπημα του Δεκεμβρίου του 1851»



Μετά από 10 μέρες περίπου η Κομμούνα εξέδωσε το πρώτο της διάταγμα. Με αυτό καταργήθηκε ο μόνιμος στρατός και η αστυνομία, και προβλεπόταν η αντικατάσταση τους από τον ένοπλο λαό, την Εθνοφρουρά. Ακολούθησαν κι άλλες διατάξεις που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της Κομμούνας, ως «πρότυπο προλεταριακού κράτους», όπως επισημαίνει η Έλλη Παπά. Για παράδειγμα, αποφασίστηκε ο διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους, καθιερώθηκε η δημόσια και δωρεάν παιδεία, διαγράφηκαν οι οφειλές των φτωχών ενοικιαστών, επιτάχτηκαν τα άδεια διαμερίσματα, τα εγκαταλειμμένα εργοστάσια δόθηκαν στους εργάτες κ.ά. 



H χρονολογική σειρά των γεγονότων μας δείχνει ότι στις 18 Μαρτίου δεν μπορούμε να μιλάμε ακριβώς για «Κομμούνα». Ωστόσο, εκείνη η μέρα συνδέθηκε με τη γέννηση της κοινωνικής επανάστασης αυτών που βρέθηκαν στο περιθώριο. Εκείνων των ανθρώπων που όρθωσαν το ανάστημά τους για 73 μέρες, θέτοντας τέλος στη φαντασμαγορία ενός κόσμου που φτιαχνόταν σε μεγάλο βαθμό για την αστική τάξη. 

Δεν θα προβούμε στην ιστοριογραφική έκθεση των γεγονότων που οδήγησαν στη μεγάλη σφαγή του Μαΐου, που έδειξε, σύμφωνα με τον Χόμπσμπάουμ, «ότι ο εργαζόμενος λαός του Παρισιού μπορούσε να πεθάνει εξίσου άγρια όσο είχε ζήσει». Σημασία έχει να αναδείξουμε τη συνεισφορά της 18ης Μαρτίου, της ημέρας δηλαδή που γεννήθηκε η παρισινή Κομμούνα: ως ιστορική γνώση που στέκεται πλάι στα κινήματα για την επανοικειοποίηση του δημόσιου χώρου των πόλεων. 

Έτσι ώστε η κραυγή του άγνωστου κομμουνάρου να ενωθεί με την κραυγή που αντηχεί στις πόλεις του σήμερα και διατρανώνει ότι «Δεν θα ζήσουμε σαν δούλοι» . 






Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

Howard Zinn (24 Αυγούστου 1922-27 Ιανουαρίου 2010)



"Η δική μου οπτική γωνία στην αφήγηση της ιστορίας είναι διαφορετική: πιστεύω ότι δεν πρέπει να δεχόμαστε ότι η μνήμη των κρατών ταυτίζεται με τη δική μας. Τα έθνη δεν είναι και δεν υπήρξαν ποτέ κοινότητες.

Όταν η ιστορία οποιασδήποτε χώρας παρουσιάζεται ως ιστορία μιας οικογένειας, τότε αποκρύπτονται λυσσαλέες συγκρούσεις συμφερόντων ανάμεσα σε κατακτητές και κατακτημένους, σε αφέντες και δούλους, σε καπιταλιστές και εργάτες, σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, σε άτομα διαφορετικής φυλής και φύλου.

Και σ’ έναν τέτοιο κόσμο συγκρούσεων, σ’ έναν κόσμο θυμάτων και δημίων, είναι καθήκον των σκεπτόμενων ανθρώπων, όπως είπε ο Αλμπέρ Καμύ, να μη συμμαχήσουν με τους δήμιους".

Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2018

Μακεδονικός αγώνας. Ένα ματωμένο χρονικό



Το καλοκαίρι του 1904, ελληνικές ένοπλες ομάδες άρχισαν να δρουν συντονισμένα στο μακεδονικό χώρο. Η τρομοκράτηση των πολιτικών οργανώσεων της ΕΜΕΟ, με την εξόντωση δασκάλων, εξαρχικών ιερέων και βοεβόδων ήταν ο κύριος στόχος. Ο θάνατος του Παύλου Μελά στη Σιάτιστα στις 13 Οκτωβρίου 1904 έδωσε στην όλη κίνηση ήρωα και σύμβολο, προκαλώντας πανεθνικό συναγερμό.

Στις 12 Νοεμβρίου του 1904, στο Ζέλενιτς (Σκλίθρο) εγκαινιάστηκε η τακτική της μαζικής «τυφλής» τρομοκρατίας, όταν αιχμαλωτίστηκαν οι μετέχοντες σε γάμο χωρικοί και εκτελέστηκαν όλοι οι άρρενες. Την ίδια εποχή ξεκίνησε η «μάχη των συνόρων», ώστε να μπορούν τα αντάρτικα σώματα να κυκλοφορούν ελεύθερα από και προς την Ελλάδα. Απαγορεύθηκε η διέλευση των συνόρων σε μη εφοδιασμένους με «σημειώματα» εμπίστων από και προς το οθωμανικό έδαφος (ώστε να μην καταφύγουν στο ελληνικό έδαφος και να μην εφοδιάζονται από εκεί οι βουλγαρίζοντες) και άρχισε η εκκαθάριση όλων των υπόπτων κοντά στη μεθοριακή γραμμή. Η επιχείρηση κορυφώθηκε τον Απρίλιο του 1905 όταν, μέσα σε δυο μέρες, περισσότεροι από εκατό «ανθρακείς, μυλωθροί και ξυλοκόποι» εξοντώθηκαν στην περιοχή του Αλιάκμονα. Το ποτάμι κατέβαζε πτώματα για μέρες, και ο τρόμος που ακολούθησε προκάλεσε κύμα προσφύγων προς τα βόρεια. Στο μεταξύ διάστημα, στις 25 Μαρτίου 1905, ελληνικά σώματα 180 ανδρών χτύπησαν το ήδη κατεστραμμένο στα γεγονότα του Ίλιντεν χωριό Ζαγορίτσανη (Βασιλειάδα), πυρπόλησαν τα λίγα σπίτια που απέμεναν και σκότωσαν 80 άτομα.

Η βιαιότητα με την οποία ξεκίνησε η ελληνική επέμβαση στο μακεδονικό χώρο, σηματοδοτούσε στην εξέλιξη στις αντιλήψεις περί εθνικών διεκδικήσεων. Η προοπτική της κατάκτησης διά του πολέμου συμπληρώθηκε με την έννοια της εθνικής εκκαθάρισης. Στα 1904-1905, η μέχρι τότε αόριστη προσήλωση στην ιδέα του πολέμου συνδέθηκε με το αίμα και το θάνατο, τονίζοντας την εγκυρότητα της επιλογής. Ο επικαλούμενος πόλεμος θα ήταν εθνικά ολοκληρωτικός και ο χωρίς όρια θάνατος των άλλων, από εντεταλμένα όργανα του ελληνικού κράτους, προετοίμαζε τους ανθρώπους και τους μηχανισμούς για όσα απαιτούσε η πολεμική επιλογή.

[…] Οι στόχοι ήταν η τρομοκράτηση όλων όσοι δεν πιστοποιούσαν ότι είναι Έλληνες, η εξάρθρωση των οργανώσεων της ΕΜΕΟ και των εξαρχικών εκκλησιαστικών μηχανισμών, ο περιορισμός κάθε μη ελληνικής προπαγάνδας και η οργάνωση των χωριών γύρω από αφοσιωμένες στην ελληνική υπόθεση επιτροπές. Φόνοι, βασανισμοί, αντεκδικήσεις, επιθέσεις σε χωριά, εμπρησμοί σπιτιών, αποθηκών, καταστημάτων, όμηροι, ενέδρες, αρπαγή κοπαδιών, παρεμπόδιση αγροτικών εργασιών κτλ., ήταν οι τρέχουσες μέθοδοι για την επίτευξη του σκοπού.

[…] Το 1907, αποδόθηκαν στους κομιτατζήδες 519 φόνοι, από τους οποίους μόνο 184 Ελλήνων (πατριαρχικών). Οι υπόλοιποι ήταν μουσουλμάνων πολιτών (86 φόνοι), Οθωμανών στρατιωτών (71), Σέρβων (49), Βλάχων (11), αλλά και 120 «βουλγαριζόντων». Την ίδια χρονιά, στους Έλληνες αποδόθηκαν 392 φόνοι, από τους οποίους οι 320 «βουλγαριζόντων», 17 πατριαρχικών, 21 Βλάχων, 12 μουσουλμάνων και 22 Οθωμανών στρατιωτών. Στο ίδιο διάστημα, οι τούρκοι άτακτοι σκότωσαν 172 «βουλγαρίζοντες» έναντι ενός μόνον έλληνα πατριαρχικού.

Η επικράτηση των ελληνικών ενόπλων σωμάτων υπήρξε σχεδόν καθολική. Η ΕΜΕΟ περιόρισε την ένοπλη δραστηριότητα, ενώ η Βουλγαρία αντέδρασε με τους διωγμούς των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας, που έστειλαν 37.000 πρόσφυγες στη Θεσσαλία. Περισσότεροι από 100.000 Σλαβομακεδόνες μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες για να γλυτώσουν από τον εφιάλτη. Δεκάδες χιλιάδες άλλοι έφυγαν πρόσφυγες στη Βουλγαρία. Όταν ο ελληνικός στρατός έφθασε στην περιοχή το 1912, η Ελλάδα προσάρτησε μια περιοχή, όπου τα πρώτα βήματα εθνικής ομογενοποίησης είχαν ήδη γίνει.


Αποσπάσματα από το άρθρο: «Γιώργος Μαργαρίτης, Οι πόλεμοι», στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Οι Απαρχές 1900-1922, σελ. 161-163.