Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

18 Μαρτίου 1871- H Κομμούνα του Παρισιού


του Άκη Βαρβαρήγου


Στις 18 Μαρτίου του 1871, μια δυνατή φωνή αντήχησε στους δρόμους του Παρισιού: «Ζήτω η Κομμούνα!». Ακολούθησαν κι άλλες φωνές κραυγάζοντας το ίδιο σύνθημα. Άντρες, γυναίκες και μικρά παιδιά το φώναζαν με όλη τους την ψυχή.

«Ζήτω η Κομμούνα!»

H ιστορία της Κομμούνας του Παρισιού ξεκινάει το 1852, με την άνοδο του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄ στην εξουσία. Είναι η εποχή που το Παρίσι της δεύτερης αυτοκρατορίας έγινε «η πόλη του φωτός». Ο αυτοκράτορας μαζί με τον βαρόνο Οσμάν, γνωστό πολεοδόμο και νομάρχη στην περιοχή του Σηκουάνα, προχώρησαν στην εφαρμογή ενός φιλόδοξου σχεδίου για τον μετασχηματισμό της αστικής υποδομής του Παρισιού. Τα πολυκαταστήματα, οι μεγάλες εκθέσεις, τα λαμπερά κέντρα διασκέδασης και τα μεγάλα βουλεβάρτα, μετέβαλλαν καθοριστικά τον αστικό τρόπο ζωής. Βέβαια, αυτή η μεταμόρφωση του Παρισιού συνδέθηκε με την απορρόφηση πλεοναζόντων κεφαλαίων και άφθονης εργατικής δύναμης. Όπως μας πληροφορεί ο Μπένγιαμιν, στο Παρίσι οργίαζαν οι κερδοσκόποι και οι απαλλοτριώσεις του Οσμάν συγκρότησαν ένα καθεστώς αισχροκέρδειας και απάτης, βασισμένο στον καταναγκαστικό καταναλωτισμό, σε βάρος του φτωχού προλεταριάτου, το οποίο αναγκάστηκε να καταφύγει στα προάστια.

«ο Ουγκώ και ο Μεριμέ τονίζουν ότι οι μετατροπές που επέβαλε ο Οσμάν φαίνονται στους Παριζιάνους σαν μνημείο του ναπολεόντειου δεσποτισμού. Οι κάτοικοι της πόλης δεν αισθάνονται πια σαν στο σπίτι τους. Αρχίζουν να συνειδητοποιούν τον απάνθρωπο χαρακτήρα της μητρόπολης»



Όμως, το 1868, το λαμπρό και μνημειώδες οικοδόμημα του Οσμάν άρχισε να τρίζει καθώς η δεύτερη γαλλική αυτοκρατορία δεν άντεξε το οικονομικό και κοινωνικό τίμημα που έπρεπε να πληρώσει για την ολοκλήρωση ενός σχεδίου που καθορίστηκε από τις απαιτήσεις ενός αδηφάγου κεφαλαίου κι όχι από τις ανάγκες των ανθρώπων. Έτσι, ο Οσμάν εκδιώχτηκε από την εξουσία και ο Ναπολέων για να αποφύγει την εσωτερική σύγκρουση με τους απόκληρους των προαστίων, όπως συμβαίνει πάντα, ξεκίνησε πόλεμο με τον «προαιώνιο» εχθρό· τους Πρώσους. Ωστόσο, όλη η μεγαλομανία του αυτοκράτορα και η φαντασμαγορία της γαλλικής αστικής τάξης της εποχής τσακίστηκαν με περίσσια ευκολία στις μάχες του Σεντάν και του Μετς.



Μπροστά στις ήττες και στην άτακτη υποχώρηση κυβέρνησης και στρατού, ο λαός του Παρισιού δεν έκατσε άπραγος. Αποφάσισε να υπερασπιστεί με τα δικά του μέσα την πόλη που είχε χάσει κάτω από τις προσταγές μιας απατηλής ανάπτυξης. Αντίθετα, οι πολιτικοί και το μεγαλύτερο μέρος της γαλλικής μπουρζουαζίας, μπροστά στον κίνδυνο, έφυγαν στο Μπορντό όπου εκεί ίδρυσαν μια εθνική συνέλευση. H Εθνική φρουρά του Παρισιού, με τη βοήθεια των φτωχών μαζών της πόλης που δεν ήταν εύκολο να φύγουν, υπερασπίστηκε την πόλη παρά την πείνα και τις κακουχίες μιας πεντάμηνης πολιορκίας από τον ανώτερο γερμανικό στρατό. 


Όταν στις αρχές του 1871 η προσωρινή κυβέρνηση με αρχηγό τον Θιέρσο διαπραγματευόταν μια ανακωχή με τους Πρώσους, ο λαός του Παρισιού βρέθηκε ανάμεσα σε δυο πυρά. Από τη μια, δηλαδή, έπρεπε να αντιμετωπίσει τον ξένο εχθρό καθώς αρνήθηκε κάθε συζήτηση για παράδοση, και από την άλλη έπρεπε να αμυνθεί απέναντι σε μια άρχουσα τάξη που δεν μπορούσε να ανεχτεί το γεγονός ότι οι εργάτες της πόλης ήταν οπλισμένοι. Το πρωί της 18ης Μαρτίου, κυβερνητικά στρατεύματα επιχείρησαν να καταλάβουν τα κανόνια της Εθνικής φρουράς και να αφοπλίσουν τις μονάδες που υπερασπίζονταν τον λόφο της Μονμάρτης. Οι άνθρωποι του χειμαζόμενου Παρισιού, μπροστά σ’ αυτές τις εξελίξεις, κινητοποιήθηκαν άμεσα. Οι γυναίκες και τα παιδιά πλησίασαν τους στρατιώτες και τους παρακάλεσαν να μην υπακούσουν στις διαταγές των ανωτέρων τους και να ενταχθούν στις γραμμές των φτωχών υπερασπιστών της πόλης τους. Πράγματι, οι στρατιώτες αρνήθηκαν να επιτεθούν στο πλήθος που τους έφραζε τον δρόμο και μάλιστα εκτέλεσαν τους στρατηγούς τους, από τους οποίους είχαν λάβει τις συγκεκριμένες διαταγές. 


Αργότερα, τα νέα εξαπλώθηκαν σε όλη την πόλη κι άρχισαν να ορθώνονται τα πρώτα οδοφράγματα στις πλατείες και στους δρόμους που με τόση σύνεση είχε διαπλατύνει ο Οσμάν με σκοπό να αποτρέψει κάθε επαναστατική ενέργεια. Όσα στρατεύματα δεν εντάχθηκαν στους εξεγερμένους διατάχθηκαν από τον Θιέρσο να υποχωρήσουν κακήν κακώς από την πόλη. Το απόγευμα, μια από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου βρέθηκε στα χέρια της ένοπλης και αποφασισμένης εργατικής τάξης. 



Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Ζυλ Βαλλές, εξέχουσα μορφή της Κομμούνας, αφηγείται με γλαφυρότητα την ατμόσφαιρα των πρώτων στιγμών της εξέγερσης: 

«Είναι η Επανάσταση! Εδώ είναι η στιγμή που ελπίζαμε και περίμενε κανείς από την πρώτη αγριότητα του πατέρα, από το πρώτο χαστούκι στο σχολείο, από την πρώτη μέρα χωρίς φαγητό, από τον πρώτο βραδινό ύπνο στους δρόμους. Εδώ είναι η εκδίκηση για το σχολείο, για τη φτώχεια, για το πραξικόπημα του Δεκεμβρίου του 1851»



Μετά από 10 μέρες περίπου η Κομμούνα εξέδωσε το πρώτο της διάταγμα. Με αυτό καταργήθηκε ο μόνιμος στρατός και η αστυνομία, και προβλεπόταν η αντικατάσταση τους από τον ένοπλο λαό, την Εθνοφρουρά. Ακολούθησαν κι άλλες διατάξεις που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της Κομμούνας, ως «πρότυπο προλεταριακού κράτους», όπως επισημαίνει η Έλλη Παπά. Για παράδειγμα, αποφασίστηκε ο διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους, καθιερώθηκε η δημόσια και δωρεάν παιδεία, διαγράφηκαν οι οφειλές των φτωχών ενοικιαστών, επιτάχτηκαν τα άδεια διαμερίσματα, τα εγκαταλειμμένα εργοστάσια δόθηκαν στους εργάτες κ.ά. 



H χρονολογική σειρά των γεγονότων μας δείχνει ότι στις 18 Μαρτίου δεν μπορούμε να μιλάμε ακριβώς για «Κομμούνα». Ωστόσο, εκείνη η μέρα συνδέθηκε με τη γέννηση της κοινωνικής επανάστασης αυτών που βρέθηκαν στο περιθώριο. Εκείνων των ανθρώπων που όρθωσαν το ανάστημά τους για 73 μέρες, θέτοντας τέλος στη φαντασμαγορία ενός κόσμου που φτιαχνόταν σε μεγάλο βαθμό για την αστική τάξη. 

Δεν θα προβούμε στην ιστοριογραφική έκθεση των γεγονότων που οδήγησαν στη μεγάλη σφαγή του Μαΐου, που έδειξε, σύμφωνα με τον Χόμπσμπάουμ, «ότι ο εργαζόμενος λαός του Παρισιού μπορούσε να πεθάνει εξίσου άγρια όσο είχε ζήσει». Σημασία έχει να αναδείξουμε τη συνεισφορά της 18ης Μαρτίου, της ημέρας δηλαδή που γεννήθηκε η παρισινή Κομμούνα: ως ιστορική γνώση που στέκεται πλάι στα κινήματα για την επανοικειοποίηση του δημόσιου χώρου των πόλεων. 

Έτσι ώστε η κραυγή του άγνωστου κομμουνάρου να ενωθεί με την κραυγή που αντηχεί στις πόλεις του σήμερα και διατρανώνει ότι «Δεν θα ζήσουμε σαν δούλοι» . 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου