Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Τους θυμόμουν όλους κι η ψυχή μου βάραινε




«Τι τα θέλουμε τα όπλα, τα κανόνια, τα σπαθιά, ας τα κάνουμε δρεπάνια να θερίζει η εργατιά». Αυτή η στροφή, μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Τριγύριζε συνέχεια στο μυαλό μου και μου έφερνε στο νου όλους τους φίλους μου που έπαθαν από τον πόλεμο. Τη φιληνάδα μου την Όλγα, που τη σκότωσαν οι Γερμανοί δεκατριών χρονών κοριτσάκι. Το φίλο μου τον Κυριάκο που έχασε το ποδαράκι του από σφαίρα Γερμανικιά κι έπαιζε μπάλα κρεμασμένος πάνω σε δύο πατερίτσες. Το συμμαθητή μου το Χρήστο τον Αρσούδη που τον έστειλαν σε στρατόπεδο στη Γερμανία. Το γέρο Μούλα, που μου έφερνε τις πεταλούδες, και που πέθανε από την πείνα. Τον Μπαξόπουλο, τον αεροπόρο, το φίλο του παππού μου, που τον αγαπούσα και που τον έριξαν με το αεροπλάνο του. Το γείτονά μας τον Αλέκο, που σκοτώθηκε στον πόλεμο, κι ο θείος του πριν το μάθει με πείραζε και μου έλεγε: «Σαν θα γυρίσει από την Αλβανία θα σας αρραβωνιάσω».



Τους θυμόμουν όλους κι η ψυχή μου βάραινε. Έπαιρνα τότε τη βάρκα μας, ανοιγόμουν βαθιά και τραγουδούσα με όλη τη δύναμη της φωνής μου «τι τα θέλουμε τα όπλα, τα κανόνια, τα σπαθιά…» και καθώς δε μέβλεπε κανείς, έκλαιγα, έκλαιγα, ώσπου να φύγει αυτό το βάρος από την ψυχή μου.




Ελευθερία Δροσάκη, Εν Θεσσαλονίκη… από τον πόλεμο, την κατοχή και την αντίσταση, Αθήνα 1985, σελ.  68-69.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου