Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

Μερικά μαθήματα ιστορίας


Μέρος της πολιτικής ανάσχεσης της σοβιετικής πολιτικής απειλής ήταν και η σθεναρή υποστήριξη που παρείχαν οι HΠΑ στον Μουσολίνι απ’ τη στιγμή της θριαμβικής του Πορείας στη Ρώμη το 1922, «μια θαυμάσια νεανική επανάσταση» χαρακτήρισε ο Αμερικανός πρεσβευτής την επιβολή του φασισμού στην Ιταλία. Μια δεκαετία αργότερα, ο πρόεδρος Ρούσβελτ επαινούσε τον «εξαίρετο Ιταλό τζέντλεμαν», που είχε διαλύσει το κοινοβουλευτικό σύστημα και είχε γονατίσει όλους τους αντιπάλους του: το εργατικό κίνημα, τους μετριοπαθείς σοσιαλιστές και τους κομουνιστές συμπατριώτες του. Οι βαναυσότητες των φασιστών ήταν δικαιολογημένες, επειδή παρεμπόδιζαν την εξάπλωση της κομουνιστικής απειλής και τη δημιουργία μιας δεύτερης Ρωσίας, βιάστηκε να εξηγήσει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Και υποστήριξε ακόμα και τον Χίτλερ, ως μετριοπαθή πολιτικό και σταθεροποιητικό παράγοντα, για τους ίδιους λόγους. 

Το 1937 το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έβλεπε το φασισμό ως τη φυσική αντίδραση «των πλούσιων των μεσαίων τάξεων, που ήταν αναγκασμένες να αμυνθούν», ενώ οι «ανικανοποίητες λαϊκές μάζες, με το παράδειγμα της ρωσικής επανάστασης μπροστά στα μάτια τους, στρέφονται όλο και περισσότερο προς τα’ αριστερά». Ο ναζισμός και ο φασισμός, επομένως, θα πρέπει «να επιτύχουν· διαφορετικά οι λαϊκές μάζες, ενισχυμένες απ’ την απογοητευμένη μεσαία τάξη, θα στραφούν τελειωτικά προς τα’ αριστερά». Την ίδια εποχή ο ειδικός απεσταλμένος της Βρετανίας στη Γερμανία, ο λόρδος Χάλιφαξ, συνέχαιρε τον Χίτλερ, που είχε επιτέλους κατορθώσει να βάλει φρένο στην εξάπλωση του κομουνισμού, κατόρθωμα που «οδήγησε την Αγγλία να εκτιμήσει και να κατανοήσει το συνολικό του έργο σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και πολύ καλύτερα απ’ ό,τι μέχρι τότε», όπως δήλωσε ο Χάλιφαξ στον Γερμανό καγκελάριο, όταν αυτός ασκούσε απροκάλυπτα πλέον στυγνή τρομοκρατία. Και ο επιχειρηματικός κόσμος της Αμερικής συμφώνησε απόλυτα. H φασιστική Ιταλία ήταν ο μεγάλος ευνοημένος των επενδυτών· και μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις συμμετείχαν στην πολεμική βιομηχανία των ναζί πλουτίζοντας συχνά απ’ τη λεηλασία των εβραϊκών περιουσιών, που ήταν μέρος του προγράμματος του Χίτλερ για τον φυλετικό εξαγνισμό της χώρας και την αποκατάσταση της άριας φυλής στην ανώτερη θέση που δικαιωματικά της άξιζε. «Οι αμερικανικές επενδύσεις στη Γερμανία αυξήθηκαν γρήγορα μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία», υπογραμμίζει ο Κρίστοφερ Σίμπσον σε μια πρόσφατη μελέτη του, και έφτασαν «σε ποσοστό 48,5% μεταξύ 1929 και 1940, ενώ παράλληλα μειώνονταν δραματικά σε όλη την υπόλοιπη ηπειρωτική Ευρώπη» καταφέρνοντας μετά βίας να μείνουν σταθερές στη Βρετανία.



Σε μια πρόσφατη επανεξέταση των βρετανικών αρχείων, ο Λόιντ Γκάρντνερ συμπεραίνει ότι «για τους Βρετανούς το άμεσο πρόβλημα εξακολουθούσε να είναι η Ρωσία» και όχι η Γερμανία, κατά τη διάρκεια του συμφώνου Χίτλερ-Στάλιν (ως τον Ιούνιο του 1941). Αποφασίζοντας ότι πόλεμος ήταν αναγκαίος, ανώτεροι Βρετανοί στρατιωτικοί «επικέντρωναν την προσοχή τους όχι τόσο στις γερμανικές προσπάθειες για διαμελισμό (της Πολωνίας), τις οποίες το Λονδίνο είχε ήδη αποδεχτεί, αλλά στο σοβιετικοναζιστικό σύμφωνο, το οποίο δεν μπορούσαν φυσικά να αποδεχτούν».



H υποστήριξη στο φασισμό πήρε τέλος μόνο όταν αναγνωρίστηκε ότι αποτελούσε πραγματική απειλή για τα δυτικά συμφέροντα. Αλλά η υποστήριξη συνεχίστηκε μετά από μια πολύ σύντομη διακοπή. Στην Ιταλία οι Αμερικανοί στρατιώτες αποκατέστησαν στην εξουσία την παραδοσιακή συντηρητική τάξη πραγμάτων του 1943, συμπεριλαμβάνοντας στην κυβέρνηση ηγετικά στελέχη του φασιστικού κινήματος, διαλύοντας ταυτόχρονα την αντιφασιστική αντίσταση· αυτό αποτελούσε μια πλευρά του γενικού προγράμματος των πρώτων μεταπολεμικών ετών που συμπεριελάμβανε παρόμοιους στόχους διεθνώς. H ανατροπή τις ιταλικής δημοκρατίας ήταν ένα απ’ τα βασικά σχέδια της ΣΙΑ, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του ᾽70, οπότε τ’ αρχεία κλείνουν οριστικά. Στην Ελλάδα, παρόμοιες επιταγές οδήγησαν στην πρώτη μεγάλη εκστρατεία καταστολής των εξεγερμένων δυνάμεων, με τεράστιες απώλειες και καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα.



[…]Το πρόβλημα των Συμμάχων, αντιθέτως, ήταν η αποκατάσταση της παλαιάς παραδοσιακής τάξης πραγμάτων. Και επέβαλλαν τις προτεραιότητές τους με τρόπο αποδοτικό, προφυλάσσοντας την ιδιοκτησία, αφοπλίζοντας την αντίσταση κι επαναφέροντας «στην τάξη» την Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, όπως παρατηρεί με ικανοποίηση ο ιστορικός Φεντερίκο Ρομέρο. H αντίσταση, γράφει, «όσο χρήσιμη κι αν ήταν από στρατιωτικής απόψεως, γεννούσε ανέκαθεν τη δυσπιστία των Συμμάχων, επειδή ήταν ένα ελεύθερο κι ανεξάρτητο πολιτικό και κοινωνικό κίνημα που δύσκολα μπορούσαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους». Σιγά σιγά εξελισσόταν σε μια «πηγή ανεξάρτητης εξουσίας και ως τέτοια έπρεπε πλέον να καταπολεμηθεί».

[…] Ο στόχος ήταν ν’ αποδώσουν και πάλι την εξουσία στα χέρια των διευθυντικών στελεχών, να ξεπεράσουν τις «ιδεολογικές προτάσεις περί αναδόμησης της κοινωνικής τάξης», να διατηρήσουν την παραδοσιακή «κοινωνική ιεραρχία» και να πνίξουν κάθε λαϊκή αμφισβήτηση «του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και της ιεραρχίας στη βιομηχανία», καθώς επίσης και οποιαδήποτε «αντιφασιστική εκκαθάριση που θα εμπνεόταν από ταξικά κριτήρια».


             Noam Chomsky, Παλιές και νέες τάξεις πραγμάτων, Αθήνα 1996, σελ. 111-114.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου